προκυμία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokymia | |Transliteration C=prokymia | ||
|Beta Code=prokumi/a | |Beta Code=prokumi/a | ||
|Definition=ἡ, (κῦμα) | |Definition=ἡ, ([[κῦμα]]) [[breakwater]], J.''BJ''1.21.6; prob. for [[προκυμάτια]] (sic) in Id.''AJ''15.9.6. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προκυμία''': (διάφ. γραφ. προκυμαία), ἡ, ([[κῦμα]]) [[προτείχισμα]] πρὸς ἀνακοπὴν τῶν κυμάτων, «[[μῶλος]]», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 6· [[οὕτως]] ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 7, διορθωτέον [[προκυμία]] ἀντὶ προκυματία. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[προκυμαία]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], ἡ, = [[προκυμαία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (κῦμα) breakwater, J.BJ1.21.6; prob. for προκυμάτια (sic) in Id.AJ15.9.6.
Greek (Liddell-Scott)
προκυμία: (διάφ. γραφ. προκυμαία), ἡ, (κῦμα) προτείχισμα πρὸς ἀνακοπὴν τῶν κυμάτων, «μῶλος», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 6· οὕτως ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 7, διορθωτέον προκυμία ἀντὶ προκυματία.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. προκυμαία.
German (Pape)
[ῡ], ἡ, = προκυμαία.