ἐλευθερουργός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(big3_14b) |
(1ab) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[libertador]] Poll.3.120. | |dgtxt=-οῦ, ὁ [[libertador]] Poll.3.120. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐλευθερουργός]], -όν (Α)<br />(για ίππο) αυτός που κινείται ελεύθερα, [[χωρίς]] χαλινάρια. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλευθερουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[αριστοκρατικός]], [[ευγενής]], [[αγέρωχος]], [[αλαζονικός]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐλευθερ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[bearing]] [[himself]] [[freely]] or [[nobly]], of the [[horse]], Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:45, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 796] sich frei geberdend, sich brüstend, vom Pferde, f. l. für ἐθελουργός, Poll. 1, 194; Xen. de re equ. 10, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθερουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ποιῶν ἐλευθέρας κινήσεις, ὁ βαδίζων γαύρως ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 17.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ libertador Poll.3.120.
Greek Monolingual
ἐλευθερουργός, -όν (Α)
(για ίππο) αυτός που κινείται ελεύθερα, χωρίς χαλινάρια.
Greek Monotonic
ἐλευθερουργός: -όν (*ἔργω), αριστοκρατικός, ευγενής, αγέρωχος, αλαζονικός, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐλευθερ-ουργός, όν [*ἔργω
bearing himself freely or nobly, of the horse, Xen.