ἐνθρονισμός: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(big3_15) |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enthronismos | |Transliteration C=enthronismos | ||
|Beta Code=e)nqronismo/s | |Beta Code=e)nqronismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[enthroning]], title of [[προσόδια]] by Pindar, Suid. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[entronización]] en plu., tít. de poemas de Píndaro, Sud.s.u. Πίνδαρος.<br /><b class="num">2</b> crist. [[ocupación de la sede episcopal]], [[consagración como obispo]] τοῦ θεοσεβεστάτου ἐπισκόπου <i>CBeryt</i>.(449) <i>Act</i>.11.110 (p.30.1), cf. <i>CChalc</i>.(451) <i>Act</i>.12.31 (p.49.22). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἐνθρονισμός''': ὁ, τὸ ἐνθρονίζειν ἐπίσκοπον, Σύνοδ. Χαλκ. 1568Β. 2) [[ἐγκαίνια]] ἐκκλησίας, Βαλσαμ. Συνοδ. VI. 31. | |lstext='''ἐνθρονισμός''': ὁ, τὸ ἐνθρονίζειν ἐπίσκοπον, Σύνοδ. Χαλκ. 1568Β. 2) [[ἐγκαίνια]] ἐκκλησίας, Βαλσαμ. Συνοδ. VI. 31. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=και ενθρονιασμός, ο (AM [[ἐνθρονισμός]]) [[ενθρονίζω]]<br />η [[άνοδος]] αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εγκατάσταση]] και [[παραμονή]] ανεπιθύμητου ανθρώπου σ' έναν χώρο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εγκαίνια]] εκκλησίας ή αγίας τράπεζας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] τών προσοδίων του Πινδάρου<br /><b>3.</b> [[βιβλίο]] στο οποίο περιγράφεται η [[τάξη]], η [[εθιμοτυπία]] τών ενθρονιασμών, εγκαινίων κ.λπ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, enthroning, title of προσόδια by Pindar, Suid.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 entronización en plu., tít. de poemas de Píndaro, Sud.s.u. Πίνδαρος.
2 crist. ocupación de la sede episcopal, consagración como obispo τοῦ θεοσεβεστάτου ἐπισκόπου CBeryt.(449) Act.11.110 (p.30.1), cf. CChalc.(451) Act.12.31 (p.49.22).
German (Pape)
[Seite 843] ὁ, das auf den Thron Setzen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρονισμός: ὁ, τὸ ἐνθρονίζειν ἐπίσκοπον, Σύνοδ. Χαλκ. 1568Β. 2) ἐγκαίνια ἐκκλησίας, Βαλσαμ. Συνοδ. VI. 31.
Greek Monolingual
και ενθρονιασμός, ο (AM ἐνθρονισμός) ενθρονίζω
η άνοδος αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο
νεοελλ.
εγκατάσταση και παραμονή ανεπιθύμητου ανθρώπου σ' έναν χώρο
μσν.
1. εγκαίνια εκκλησίας ή αγίας τράπεζας
2. τίτλος τών προσοδίων του Πινδάρου
3. βιβλίο στο οποίο περιγράφεται η τάξη, η εθιμοτυπία τών ενθρονιασμών, εγκαινίων κ.λπ.