προσόχθισμα: Difference between revisions
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosochthisma | |Transliteration C=prosochthisma | ||
|Beta Code=proso/xqisma | |Beta Code=proso/xqisma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[object of wrath]], [[offence]], ib.''4 Ki.''23.13; <b class="b3">προσοχθίσματι προσοχθιεῖς</b> ib.''De.''7.26. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] τό, Unwille worüber, Abscheu, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσόχθισμα''': τό, = [[βδέλυγμα]], Ἑβδ. (Δευτερ. Ζ΄, 26, Βασιλ. Γ΄, κεφ. ΙϚ΄, 32, [[αὐτόθι]] Δ΄, κεφ. ΚΓ΄, 13 καὶ ἀλλ.)· «προσοχθίσματα ἡ γραφὴ καλεῖ τὰ εἴδωλα» Σουΐδ.: -ισμός, ὁ, «[[πρόσκρουσις]], δεινοπάθεια, [[πάθος]] γνώμης, [[συμπάθεια]]», Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίσματος, τὸ, ΜΑ [[προσοχθίζω]]<br />[[αντικείμενο]] βδελυγμού. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, object of wrath, offence, ib.4 Ki.23.13; προσοχθίσματι προσοχθιεῖς ib.De.7.26.
German (Pape)
[Seite 775] τό, Unwille worüber, Abscheu, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσόχθισμα: τό, = βδέλυγμα, Ἑβδ. (Δευτερ. Ζ΄, 26, Βασιλ. Γ΄, κεφ. ΙϚ΄, 32, αὐτόθι Δ΄, κεφ. ΚΓ΄, 13 καὶ ἀλλ.)· «προσοχθίσματα ἡ γραφὴ καλεῖ τὰ εἴδωλα» Σουΐδ.: -ισμός, ὁ, «πρόσκρουσις, δεινοπάθεια, πάθος γνώμης, συμπάθεια», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, ΜΑ προσοχθίζω
αντικείμενο βδελυγμού.