πρόσφυμα: Difference between revisions
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosfyma | |Transliteration C=prosfyma | ||
|Beta Code=pro/sfuma | |Beta Code=pro/sfuma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό, [[excrescence]], of expletives, Demetr.''Eloc.''55 (pl.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] τό, das [[Angewachsene]], der [[Anhang]], Demetr. Phal. 55. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρόσφῡμα''': τό, τὸ προσφυόμενον, «καὶ τοῖς παραπληρωματικοῖς δὲ συνδέσμοις [[χρηστέον]], οὐχὶ ὡς προσθήκαις κεναῖς καὶ [[οἷον]] προσφύμασιν..., [[ἀλλά]]…» Ρήτορες (Waltz) τ. 7, μέρ. β´, σ. 1213. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΝΑ [[προσφύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γλωσσ.</b> [[μόρφημα]] που προστίθεται στη θεματική [[ρίζα]], δηλ. στο σταθερό λεξιλογικό [[στοιχείο]], και συμβάλλει στην [[κλίση]] ή στην [[παραγωγή]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] που προσφύεται. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, excrescence, of expletives, Demetr.Eloc.55 (pl.).
German (Pape)
[Seite 787] τό, das Angewachsene, der Anhang, Demetr. Phal. 55.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσφῡμα: τό, τὸ προσφυόμενον, «καὶ τοῖς παραπληρωματικοῖς δὲ συνδέσμοις χρηστέον, οὐχὶ ὡς προσθήκαις κεναῖς καὶ οἷον προσφύμασιν..., ἀλλά…» Ρήτορες (Waltz) τ. 7, μέρ. β´, σ. 1213.
Greek Monolingual
τὸ, ΝΑ προσφύω
νεοελλ.
γλωσσ. μόρφημα που προστίθεται στη θεματική ρίζα, δηλ. στο σταθερό λεξιλογικό στοιχείο, και συμβάλλει στην κλίση ή στην παραγωγή μιας λέξης
αρχ.
καθετί που προσφύεται.