πρόφραγμα: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(10) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=profragma | |Transliteration C=profragma | ||
|Beta Code=pro/fragma | |Beta Code=pro/fragma | ||
|Definition=ατος, τό, (προφράσσω) | |Definition=-ατος, τό, ([[προφράσσω]]) [[fence placed in front]], Arist.''Oec.'' 1347a5, [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.30: metaph., εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν π. Plb.9.35.3. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0798.png Seite 798]] τό, ein vorn od. vor einem andern eingeschlossener, umzäunter oder befestigter Ort, Hesych., = [[προσκήνιον]]. – Schutzwehr, ἀεὶ ἂν ἐν μεγάλοις ἦν κινδύνοις τὰ κατὰ τοὺς Ἕλληνας, εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν [[πρόφραγμα]], Pol. 9, 35, 3; D. Sic. 19, 30. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόφραγμα:''' ατος τό переднее заграждение, защита, вал, оплот Arst., Diod., Polyb. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρόφραγμα''': τό, (προφράσσω) φραγμὸς τιθέμενος ἐμπρός, ὡς τὸ [[προτείχισμα]], Ἀριστ. Οἰκ. 2. 4, Διόδ. 19. 30· μεταφ., Πολύβ. 9. 35, 3, κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άγματος, τὸ, Α [[προφράσσω]]<br /><b>1.</b> [[φράχτης]], [[οχύρωμα]] («οὐδ' ἀξιόλογον ἔχοντες [[πρόφραγμα]] περὶ αὐτούς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προασπιστής]], [[υπερασπιστής]] («εἰ μὴ [[Μακεδόνας]] εἴχομεν [[πρόφραγμα]]», Πολ). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:49, 27 March 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, (προφράσσω) fence placed in front, Arist.Oec. 1347a5, D.S.19.30: metaph., εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν π. Plb.9.35.3.
German (Pape)
[Seite 798] τό, ein vorn od. vor einem andern eingeschlossener, umzäunter oder befestigter Ort, Hesych., = προσκήνιον. – Schutzwehr, ἀεὶ ἂν ἐν μεγάλοις ἦν κινδύνοις τὰ κατὰ τοὺς Ἕλληνας, εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν πρόφραγμα, Pol. 9, 35, 3; D. Sic. 19, 30.
Russian (Dvoretsky)
πρόφραγμα: ατος τό переднее заграждение, защита, вал, оплот Arst., Diod., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
πρόφραγμα: τό, (προφράσσω) φραγμὸς τιθέμενος ἐμπρός, ὡς τὸ προτείχισμα, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 4, Διόδ. 19. 30· μεταφ., Πολύβ. 9. 35, 3, κτλ.
Greek Monolingual
-άγματος, τὸ, Α προφράσσω
1. φράχτης, οχύρωμα («οὐδ' ἀξιόλογον ἔχοντες πρόφραγμα περὶ αὐτούς», Διόδ.)
2. προασπιστής, υπερασπιστής («εἰ μὴ Μακεδόνας εἴχομεν πρόφραγμα», Πολ).