πυράμη: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyrami
|Transliteration C=pyrami
|Beta Code=pura/mh
|Beta Code=pura/mh
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ἡ</b>,= <b class="b3">ἄμη</b>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 298</span> (pl.); = <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">vatillum</b>, Gloss.; written πυράμμη, ib.</span>
|Definition=[ᾰ], ἡ, = [[ἄμη]], Sch.Ar.''Pax'' 298 (pl.); = [[vatillum]], ''Glossaria''; written πυράμμη, ib.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0820.png Seite 820]] ἡ, = ἄμη, Feuereimer, Erkl. der Schol. Ar. Pax 299. 426, neugriechisch.
}}
{{ls
|lstext='''πῠράμη''': [ῠ], ἡ, = ἄμη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 298.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και πυράμμη Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σκάφη]] τών σιδηρουργών [[μέσα]] στην οποία σβήνεται σε [[νερό]] ο πυρακτωμένος [[σίδηρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />σκαπτικό γεωργικό [[εργαλείο]], [[φτυάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἄμη</i> «σκαπτικό γεωργικό [[εργαλείο]], [[φτυάρι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠράμη Medium diacritics: πυράμη Low diacritics: πυράμη Capitals: ΠΥΡΑΜΗ
Transliteration A: pyrámē Transliteration B: pyramē Transliteration C: pyrami Beta Code: pura/mh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, = ἄμη, Sch.Ar.Pax 298 (pl.); = vatillum, Glossaria; written πυράμμη, ib.

German (Pape)

[Seite 820] ἡ, = ἄμη, Feuereimer, Erkl. der Schol. Ar. Pax 299. 426, neugriechisch.

Greek (Liddell-Scott)

πῠράμη: [ῠ], ἡ, = ἄμη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 298.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πυράμμη Α
νεοελλ.
σκάφη τών σιδηρουργών μέσα στην οποία σβήνεται σε νερό ο πυρακτωμένος σίδηρος
αρχ.
σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄμη «σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι»].