asesino: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀκρόχειρ]], [[ἀνδρόβαλος]], [[ | |sltx=[[αἱματηρός]], [[αἱματουργός]], [[ἀκρόχειρ]], [[ἀνδρειφόντης]], [[ἀνδρόβαλος]], [[ἀνδροκόνος]], [[ἀνδροκτόνος]], [[ἀνδρολέτης]], [[ἀνδροφονεύς]], [[ἀνδροφόνος]], [[ἀνδροφόντης]], [[ἀνθρωποκτόνος]], [[ἀνθρωπόλεθρος]], [[ἄρταμος]], [[αὐθέντης]], [[αὐτοέντης]], [[αὐτοφονευτής]], [[αὐτοφόντης]], [[αὐτόχειρ]], [[βροτοφόντης]], [[δαΐκτωρ]], [[δαΐξανδρος]], [[δαμασήνωρ]], [[δαμασίφως]], [[ἐναρίμβροτος]], [[μιαιφόνος]], [[παλαμναῖος]], [[σφαγεύς]], [[φονεύς]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:15, 2 April 2024
Spanish > Greek
αἱματηρός, αἱματουργός, ἀκρόχειρ, ἀνδρειφόντης, ἀνδρόβαλος, ἀνδροκόνος, ἀνδροκτόνος, ἀνδρολέτης, ἀνδροφονεύς, ἀνδροφόνος, ἀνδροφόντης, ἀνθρωποκτόνος, ἀνθρωπόλεθρος, ἄρταμος, αὐθέντης, αὐτοέντης, αὐτοφονευτής, αὐτοφόντης, αὐτόχειρ, βροτοφόντης, δαΐκτωρ, δαΐξανδρος, δαμασήνωρ, δαμασίφως, ἐναρίμβροτος, μιαιφόνος, παλαμναῖος, σφαγεύς, φονεύς