δαΐξανδρος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
δαΐξανδρον, man-destroying, χεῖρες Hymn.Is.45, cf. Sammelb. 5829.
Spanish (DGE)
-ον
destructor de hombres, asesino πόλεμος CEG 798.1 (Delfos IV a.C.), χεῖρες Hymn.Is.45 (Andros), cf. IMEG 10.2 (heleníst.).
Greek (Liddell-Scott)
δαΐξανδρος: -ου, ὁ, ὁ καταστρέφων, ἐξολοθρεύων ἄνδρας, χεῖρες Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1028. 45.
Greek Monolingual
δαΐξανδρος, -ον (Α)
αυτός που εξολοθρεύει άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. εδάιξα του ρ. δαΐζω «σφάζω, φονεύω» + -ανδρος < ανήρ].