δαΐξανδρος

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δατξανδρος Medium diacritics: δαΐξανδρος Low diacritics: δαΐξανδρος Capitals: ΔΑΪΞΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: daḯxandros Transliteration B: daixandros Transliteration C: daiksandros Beta Code: dai/+candros

English (LSJ)

δαΐξανδρον, man-destroying, χεῖρες Hymn.Is.45, cf. Sammelb. 5829.

Spanish (DGE)

-ον
destructor de hombres, asesino πόλεμος CEG 798.1 (Delfos IV a.C.), χεῖρες Hymn.Is.45 (Andros), cf. IMEG 10.2 (heleníst.).

Greek (Liddell-Scott)

δαΐξανδρος: -ου, ὁ, ὁ καταστρέφων, ἐξολοθρεύων ἄνδρας, χεῖρες Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1028. 45.

Greek Monolingual

δαΐξανδρος, -ον (Α)
αυτός που εξολοθρεύει άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. εδάιξα του ρ. δαΐζω «σφάζω, φονεύω» + -ανδρος < ανήρ].