ῥάντισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rantisma
|Transliteration C=rantisma
|Beta Code=r(a/ntisma
|Beta Code=r(a/ntisma
|Definition=ατος, τό, name of a skin affection, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> περὶ τὰς ὄψεις <span class="bibl">Vett.Val.110.17</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, name of a skin affection, περὶ τὰς ὄψεις Vett.Val.110.17.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] τό, das Besprengte; auch = Folgdm.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[ῥάντισμα]], -ίσματος, ΝΜΑ [[ῥαντίζω]]<br />το να ραντίζει [[κανείς]] πρόσωπα, χώρο ή αντικείμενα με [[νερό]] ή με [[άλλο]] [[υγρό]] ή με [[μύρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] δερματικής νόσου.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάντισμα Medium diacritics: ῥάντισμα Low diacritics: ράντισμα Capitals: ΡΑΝΤΙΣΜΑ
Transliteration A: rhántisma Transliteration B: rhantisma Transliteration C: rantisma Beta Code: r(a/ntisma

English (LSJ)

-ατος, τό, name of a skin affection, περὶ τὰς ὄψεις Vett.Val.110.17.

German (Pape)

[Seite 834] τό, das Besprengte; auch = Folgdm.

Greek Monolingual

το / ῥάντισμα, -ίσματος, ΝΜΑ ῥαντίζω
το να ραντίζει κανείς πρόσωπα, χώρο ή αντικείμενα με νερό ή με άλλο υγρό ή με μύρο
αρχ.
ονομασία δερματικής νόσου.