σιτεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=siteysimos
|Transliteration C=siteysimos
|Beta Code=siteu/simos
|Beta Code=siteu/simos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for feeding</b>: <b class="b3">τὸ σ</b>. <b class="b2">a fowl stuffed for the table</b>, Lemma to <span class="title">AP</span>9.484 and 486.</span>
|Definition=η, ον, of or for [[feeding]]: <b class="b3">τὸ σ.</b> [[a fowl stuffed for the table]], Lemma to ''AP''9.484 and 486.
}}
{{ls
|lstext='''σῑτεύσιμος''': -η, -ον, = [[σιτευτός]], ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ τρέφειν ἢ τρέφεσθαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 484 καὶ 486.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ον, Α [[σίτευσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίτευση<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιτεύσιμον</i><br />[[πουλερικό]] παραγεμιστό.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτεύσιμος Medium diacritics: σιτεύσιμος Low diacritics: σιτεύσιμος Capitals: ΣΙΤΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: siteúsimos Transliteration B: siteusimos Transliteration C: siteysimos Beta Code: siteu/simos

English (LSJ)

η, ον, of or for feeding: τὸ σ. a fowl stuffed for the table, Lemma to AP9.484 and 486.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτεύσιμος: -η, -ον, = σιτευτός, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ τρέφειν ἢ τρέφεσθαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 484 καὶ 486.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α σίτευσις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίτευση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτεύσιμον
πουλερικό παραγεμιστό.