saltar: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀσκαρίζω]], [[διαπάλλω]], [[ἀποπηδάω]], [[ | |sltx=[[ἀσκαρίζω]], [[διαπάλλω]], [[ἀποπηδάω]], [[αἰωροῦμαι]], [[ἀναθύω]], [[ἀνασεύομαι]], [[βίβημι]], [[ἐκπαφλάζω]], [[ἀναπάλλω]], [[ἀποχοιριάζω]], [[ἀμφικλάω]], [[ἀποθρῴσκω]], [[ἐνορούω]], [[ἀναπηδάω]], [[ἐκπροθρῴσκω]], [[δίεμαι]], [[ἀποκομπάζω]], [[ἐκκόπτω]], [[ἐκτινάσσω]], [[ἐκβαίνω]], [[διεκπηδάω]], [[ἀνεπάλλομαι]], [[ἐνσκιρτάω]], [[ἀποσκαίρω]], [[ἀναθρῴσκω]], [[εἰσάλλομαι]], [[διασκιρτάω]], [[ἀφάλλομαι]], [[διάλλομαι]], [[ἀνακοντίζω]], [[διορμάω]], [[ἐξάλλομαι]], [[ἐνθρῴσκω]], [[ἐνεφάλλομαι]], [[ἐνάλλομαι]], [[ἐμπηδάω]], [[ἀπαΐσσω]], [[ἐκπάλλομαι]], [[ἅλλομαι]], [[ἐκθρῴσκω]], [[διαπηδάω]], [[ἀνατρέχω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:18, 5 June 2023
Spanish > Greek
ἀσκαρίζω, διαπάλλω, ἀποπηδάω, αἰωροῦμαι, ἀναθύω, ἀνασεύομαι, βίβημι, ἐκπαφλάζω, ἀναπάλλω, ἀποχοιριάζω, ἀμφικλάω, ἀποθρῴσκω, ἐνορούω, ἀναπηδάω, ἐκπροθρῴσκω, δίεμαι, ἀποκομπάζω, ἐκκόπτω, ἐκτινάσσω, ἐκβαίνω, διεκπηδάω, ἀνεπάλλομαι, ἐνσκιρτάω, ἀποσκαίρω, ἀναθρῴσκω, εἰσάλλομαι, διασκιρτάω, ἀφάλλομαι, διάλλομαι, ἀνακοντίζω, διορμάω, ἐξάλλομαι, ἐνθρῴσκω, ἐνεφάλλομαι, ἐνάλλομαι, ἐμπηδάω, ἀπαΐσσω, ἐκπάλλομαι, ἅλλομαι, ἐκθρῴσκω, διαπηδάω, ἀνατρέχω