ἐνάλλομαι
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
A fut. -ᾰλοῦμαι Plu.2.†087b: aor. 1 -ηλάμην S.OT263, etc.: aor. 2 -ηλόμην (v. infr.):—leap in or on, ὡς ἄγαν βαρὺς ποδοῖν ἐνήλου.. γένει A.Pers.516, cf. X.HG2.4.16, D.54.8; τινὶ τῷ σκέλει Philem.1.5 D.; εἰς τὸ κείνου κρᾶτ' ἐνήλαθ' ἡ τύχη S.OT263; εἰς τὸν ποταμόν Wilcken Chr.11A42; εἰς τὸν ἀσκόν Corn.ND30; εἰς τὴν γαστέρα Plu.Luc.11.
2 rush at or against, πύλαις ἐνήλατο S.OT 1261, cf. Ar.Ra.39.
3 abs., jump about, dance, Id.V.1305.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. contr. ind. ἐναλοῦμαι LXX Ib.16.4, inf. ἐναλεῖσθαι Plu.2.1087b; aor. sigm. ind. 2a sg. ἐνήλω A.Pers.516, 3a sg. ἐνήλατο S.OT 263, part. ἐναλάμενος Hld.5.25.1; aor. tem. part. ἐνηλόμενος Ps.Callisth.1.13B; en v. act. Hsch.]
I en sent. hostil
1 saltar, lanzarse de un salto sobre
a) c. dat. de pers. o anim. ἐμοὶ ... ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες D.54.8, cf. Philem.41.5, τοῖς ἵπποις ἐνηλόμενος ἵππευεν Ps.Callisth.l.c., θηρίον οὐκ ἐναλεῖται τῇ ποίμνῃ la fiera no se lanzará sobre el rebaño Synes.Ep.78;
b) c. dat. de cosa lanzarse sobre, al asalto de πύλαις διπλαῖς ἐνήλατο S.OT 1261, ὡς κενταυρικῶς ἐνήλαθ' (τῇ θύρᾳ) ὅστις ...; Ar.Ra.39
•c. giro prep. ἐ. εἰς τὴν ναῦν lanzarse al abordaje Hld.l.c.
•abs. ir al asalto X.HG 2.4.16;
c) c. partes del cuerpo golpear en c. giro prep. ἐς τὸ κείνου κρᾶτ' ἐνήλαθ' ἡ τύχη S.OT 263, κατὰ τῆς γαστρὸς ἐναλάμενος habiendo golpeado en el estómago Hld.1.10.4, εἰς τὴν γαστέρα ἐναλλομένου golpeando en el estómago, e.d., matar de hambre prov. en Plu.Luc.11, cf. 2.1087b;
d) lanzarse en εἰς τὸν ποταμόν Wilcken Chr.11A.43 (II a.C.).
2 fig. pisotear, injuriar, arremeter c. dat. de pers. o asim. y dat. instrum. ὡς ἄγαν βαρύς ποδοῖν ἐνήλω ... Περσικῷ γένει ¡con qué enorme peso has pisoteado con ambos pies a la raza persa! A.l.c., ἐναλοῦμαι ὑμῖν ῥήμασιν LXX l.c., sólo c. dat. de abstr. ἐνάλλεσθαι τοῖς νόμοις Synes.Ep.73, δόγμασιν ἀπορρήτοις Synes.Dio 10 (p.261), τὰ δὲ πονηρὰ πνεύματα ... ταῖς αἰσθήσεσι τοῦ σώματος ἐνάλλεται los malos espíritus arremeten contra los sentidos del cuerpo Diad.Perf.79.
II sin hostilidad
1 saltar, danzar ἐνήλατ' ἐσκίρτα 'πεπόρδει κατεγέλα Ar.V.1305 (cód.), λόγοι Βοιώτιοι τοὺς ἐναλλομένους καὶ ἐποπτεύοντας ὄργια Διονύσου σπαράττουσιν Synes.Prouid.2.5.
2 ritualmente saltar, dar saltos sobre εἰς τὸν ἀσκὸν ἐ. saltar sobre el odre Corn.ND 30, ἑορτὴν ... ἐν ᾗ ἐνήλλοντο τοῖς ἀσκοῖς Sch.Ar.Pl.1129a.
German (Pape)
[Seite 826] hinein-, hinausspringen; τοῖς ἀσκοῖς Schol. Ar. Pl. 1130; feindlich anstürmen, πύλαις ἐνήλατο Soph. O. R. 1261; absol. Xen. Hell. 2, 4, 16; ἐς τὸ κείνου κρᾶτ' ἐνήλαθ' ἡ τύχη 263; ποδοῖν ἐνήλλου (mss. ἐνήλου) Περσικῷ γένει Aesch. Pers. 508, mißhandeln, insultare, wie Dem. 54, 8 es mit ὑβρίζειν vrbdt; τοῖς νόμοις Synes. Absol., muthwillig einherspringen, neben σκιρτάω, Ar. Vesp. 1305; κενταυρικῶς Ran. 39.
French (Bailly abrégé)
f. ἐναλοῦμαι, ao. ἐνηλάμην;
s'élancer sur ou contre, dat. ou ἐς et l'acc. ; fig. fouler aux pieds ou insulter à, τινι.
Étymologie: ἐν, ἅλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάλλομαι: (fut. ἐναλοῦμαι, aor. 1 ἐνηλάμην)
1 устремляться, бросаться (πύλαις διπλαῖς Soph.; ἐναλλουμένους ἀνατρέπειν, sc. πολεμίους Xen.; κενταυρικῶς Arph.; τοῖς πολεμίοις Plut.);
2 обрушиваться (ἐς τὸ κρᾶτά τινος Soph.): ἐ. εἰς τὴν γαστέρα (sc. τινί) погов. Plut. брать кого-л. измором;
3 скакать, прыгать (ἐ., σκιρτᾶν Arph.; εἰς ζέον ὕδωρ Plut.);
4 (тж. ἐ. ποδοῖν τινι Aesch.) досл. попирать, топтать, перен. обижать, оскорблять (ἐ. καὶ ὑβρίζειν Dem.; τῷ περὶ θεῶν λόγῳ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάλλομαι: μέλλων -ᾰλοῦμαι: ἀόρ. α΄ -ηλάμην: ἀόρ. β΄ -ηλόμην. Ἀποθ., πηδῶ εἴς τι ἢ ἐπί τινος, ὡς ἄγαν βαρὺς ποδοῖν ἐνήλλου... γένει Αἰσχύλ. Πέρσ. 516, πρβλ. Ξεν. Ἑλλην. 2. 4, 16, Δημ. 1259, 12˙ ὡσαύτως, εἰς τὸ κείνου κρᾶτ’ ἐνήλαθ’ ἡ τύχη Σοφ. Ο. Τ. 263. 2) ἐφορμῶ πρὸς ἢ ἐναντίον τινός, πύλαις ἐνήλατο αὐτόθι 1261, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 39. 3) ἀπολ., περιπηδῶ, χορεύω, ὁ αὐτὸς Σφ. 1305.
Greek Monolingual
ἐνάλλομαι (AM)
μσν.
(απολ.) βρίζω
αρχ.
1. πηδώ μέσα ή πάνω σε κάτι («τύπτειν ὅπου ἄν βουλώμεθα καὶ ἐναλλομένους ἀνατρέπειν», Ξεν.)
2. εφορμώ εναντίον κάποιου, κάνω έφοδο
3. (απολ.) πηδώ ολόγυρα, πηδώ ακόλαστα μέσα σε κάτι, σκιρτώ, χορεύω.
Greek Monotonic
ἐνάλλομαι: μέλ. -ᾰλοῦμαι, αόρ. αʹ -ηλάμην, αόρ. βʹ -ηλόμην·
1. Αποθ., πηδώ μέσα ή εναντίον, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ.
2. ορμώ εναντίον κάποιου, εφορμώ, εισβάλλω, στον ίδ.
3. απόλ., χορεύω, χοροπηδώ, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. -ᾰλοῦμαι aor1 -ηλάμην aor2 -ηλόμην
Dep.
1. to leap in or upon, c. dat., Aesch., Soph.
2. to rush against Soph.
3. absol. to dance, Ar.
Chinese
原文音譯:™f£llomai 誒弗阿羅買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-躍
字義溯源:跳在⋯之上,跳躍在上;由(ἐπί)*=在⋯上)與(ἅλλομαι / ἀνάλλομαι)*=跳)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 跳⋯之上(1) 徒19:16
Léxico de magia
saltar al Nilo τὸ λοιπὸν σῶμα (τοῦ ἀλεκτρυόνος) τῷ ἡμμένῳ βωμῷ ἐπιθείς, καὶ ἐνάλλου τῷ ποταμῷ el resto del cuerpo del gallo ponlo sobre el altar encendido y salta al río P IV 43