διαπάλλω

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπάλλω Medium diacritics: διαπάλλω Low diacritics: διαπάλλω Capitals: ΔΙΑΠΑΛΛΩ
Transliteration A: diapállō Transliteration B: diapallō Transliteration C: diapallo Beta Code: diapa/llw

English (LSJ)

A fut. -παλῶ A.Fr.304.4:—brandish, A. l.c.:—but in Pass., to be driven to and fro, of a hunted deer, Opp.H.2.620.
II distribute by lot, χθόνα ναίειν διαπήλας A.Th.731 (lyr.).

Spanish (DGE)

1 asignar por sorteo χθόνα ναίειν διαπήλας A.Th.731.
2 mover de un lado a otro, agitar διαπαλεῖ πτερόν S.Fr.581.4
en v. med. moverse de un lado a otro, saltar c. ac. de espacio ἄλλοτ' ἐπ' ἀλλοίων ὀρέων διαπάλλεται ἄκρας el ciervo perseguido, Opp.H.2.620.

German (Pape)

[Seite 593] 1) durchschütteln; πτερὸν κίρκου λεπάργου Arist. H. A. 9, 49; – Opp. H. 2, 620. – 2) durchs Loos zuteilen; χθόνα ναίειν, Aesch. Spt. 731.

French (Bailly abrégé)

assigner par un tirage au sort.
Étymologie: διά, πάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πάλλω (door het lot) verdelen:. δ. χθόνα land Aeschl. Sept. 731.

Russian (Dvoretsky)

διαπάλλω:
1 встряхивать (πτερόν Aesch.);
2 назначать по жребию (χθόνα ναίειν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

διαπάλλω: διακινῶ, διασείω, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 4, Ὀππ. Ἀλ. 2. 620. ΙΙ. διὰ κλήρου διανέμω, χθόνα ναίειν διέπηλας Αἰσχύλ. Θήβ. 731· ἴδε πάλος.

Greek Monolingual

διαπάλλω (Α) πάλλω
1. σείω, ανακινώ, διακινώ
2. διανέμω με κλήρο.

Greek Monotonic

διαπάλλω: αόρ. αʹ -έπηλα, διαμοιράζω με κλήρο, κληρώνω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

aor1 -έπηλα
to distribute by lot, Aesch.