σπερματισμός: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spermatismos | |Transliteration C=spermatismos | ||
|Beta Code=spermatismo/s | |Beta Code=spermatismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[production of seed]], <b class="b3">μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σ.</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὰ λάχανα</b>) [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.5.3, cf. 7.4.3.<br><span class="bld">II</span> [[copulation]], [[LXX]] ''Le.''18.23. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0920.png Seite 920]] ὁ, das Auslassen des Saamens; bei Theophr. οἱ σπ. = die aus Saamen gezogenen Pflanzen, welche nachher verpflanzt werden. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σπερμᾰτισμός''': ὁ, παραγωγὴ σπέρματος, σπόρου, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σπερματισμοὺς (ἐξυπακ. τὰ φυτὰ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 3, [[ὁπόθεν]] ἐν τῷ ὁμοίῳ, χωρίῳ [[αὐτόθι]] 7. 4, 3 (τοὺς σπ. μεταφέροντες) ὁ Schneid. εἰκάζει ὅτι [[δέον]] νὰ παρεμβληθῇ ἡ [[πρόθεσις]] [[πρός]]. ΙΙ. [[συνουσία]], σαρκικὴ [[μῖξις]], Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΗ´, 23). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> γενετική [[θεωρία]] που αποδίδει στο [[σπέρμα]] του άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του εμβρύου<br /><b>μσν.</b><br />[[γονιμοποίηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[παραγωγή]] σπέρματος (α. «τὸ [[δένδρον]] οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῦ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ.<br />β. «[τὰ λάχανα] μεταφυτεύουσι πρὸς σπερματισμόν» Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> η [[εκσπερμάτιση]] [[κατά]] τη [[συνουσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπερματίζω]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spermatism</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A production of seed, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σ. (sc. τὰ λάχανα) Thphr. HP 7.5.3, cf. 7.4.3.
II copulation, LXX Le.18.23.
German (Pape)
[Seite 920] ὁ, das Auslassen des Saamens; bei Theophr. οἱ σπ. = die aus Saamen gezogenen Pflanzen, welche nachher verpflanzt werden.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμᾰτισμός: ὁ, παραγωγὴ σπέρματος, σπόρου, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σπερματισμοὺς (ἐξυπακ. τὰ φυτὰ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 3, ὁπόθεν ἐν τῷ ὁμοίῳ, χωρίῳ αὐτόθι 7. 4, 3 (τοὺς σπ. μεταφέροντες) ὁ Schneid. εἰκάζει ὅτι δέον νὰ παρεμβληθῇ ἡ πρόθεσις πρός. ΙΙ. συνουσία, σαρκικὴ μῖξις, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΗ´, 23).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
βιολ. γενετική θεωρία που αποδίδει στο σπέρμα του άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του εμβρύου
μσν.
γονιμοποίηση
μσν.-αρχ.
1. η παραγωγή σπέρματος (α. «τὸ δένδρον οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῦ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ.
β. «[τὰ λάχανα] μεταφυτεύουσι πρὸς σπερματισμόν» Θεόφρ.)
2. η εκσπερμάτιση κατά τη συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπερματίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatism].