στελίς: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(11) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stelis | |Transliteration C=stelis | ||
|Beta Code=steli/s | |Beta Code=steli/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, | |Definition=-ίδος, ἡ, [[mistletoe]], [[Viscum album]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.17.1; acc. [[stelin]] Plin.''HN''16.245: pl., prob. in ''BGU''1120.17 (i B.C.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0934.png Seite 934]] ἡ, auch ἀστυλίς, eine Schmarotzerpflanze, Theophr. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στελίς''': -ίδος, ἡ, παράσιτόν τι [[φυτόν]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 17, 1· αἰτ. stelin παρὰ Πλίν. 15. 93, Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br />το παρασιτικό [[φυτό]] Viscum album.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. από θ. <i>στελ</i>- του [[στέλλω]] με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[καλαμίς]]), λόγω της κολλητικής, γλοιώδους ουσίας του φυτού, που το στερεώνει]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, mistletoe, Viscum album, Thphr. CP 2.17.1; acc. stelin Plin.HN16.245: pl., prob. in BGU1120.17 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 934] ἡ, auch ἀστυλίς, eine Schmarotzerpflanze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
στελίς: -ίδος, ἡ, παράσιτόν τι φυτόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 17, 1· αἰτ. stelin παρὰ Πλίν. 15. 93, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
το παρασιτικό φυτό Viscum album.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από θ. στελ- του στέλλω με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμίς), λόγω της κολλητικής, γλοιώδους ουσίας του φυτού, που το στερεώνει].