στεφανωματικός: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stefanomatikos
|Transliteration C=stefanomatikos
|Beta Code=stefanwmatiko/s
|Beta Code=stefanwmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">used for making garlands</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.12.4</span>, <span class="bibl">6.6.1</span>, al.; <b class="b3">λυχνὶς σ</b>. Dsc.3.100; <b class="b3">ἕρπυλλος</b> ib.38.</span>
|Definition=στεφανωματική, στεφανωματικόν, [[used for making garlands]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.12.4, 6.6.1, al.; <b class="b3">λυχνὶς σ.</b> Dsc.3.100; [[ἕρπυλλος]] ib.38.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0940.png Seite 940]] zum Kranze gehörig, passend, Diosc. u. A.
}}
{{ls
|lstext='''στεφᾰνωματικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέφανον, χρησιμεύων ὡς [[στεφάνωμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, Διοσκ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στεφάνωμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε [[στέφανο]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για την [[κατασκευή]] στεφάνων.
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰνωμᾰτικός Medium diacritics: στεφανωματικός Low diacritics: στεφανωματικός Capitals: ΣΤΕΦΑΝΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stephanōmatikós Transliteration B: stephanōmatikos Transliteration C: stefanomatikos Beta Code: stefanwmatiko/s

English (LSJ)

στεφανωματική, στεφανωματικόν, used for making garlands, Thphr. HP 1.12.4, 6.6.1, al.; λυχνὶς σ. Dsc.3.100; ἕρπυλλος ib.38.

German (Pape)

[Seite 940] zum Kranze gehörig, passend, Diosc. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνωματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέφανον, χρησιμεύων ὡς στεφάνωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, Διοσκ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στεφάνωμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στέφανο
2. ο κατάλληλος για την κατασκευή στεφάνων.