Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνουσιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synousiastikos
|Transliteration C=synousiastikos
|Beta Code=sunousiastiko/s
|Beta Code=sunousiastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sociable</b>, <b class="b3">ξυμποτικὸς καὶ ξ</b>. <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1209</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">capable of holding intercourse with</b>, ὁ ἄνθρωπος . . τῷ θεῷ -κός <span class="title">Corp.Herm.</span>12.19. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">promoting sexual intercourse, aphrodisiac</b>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.199</span>, <span class="bibl">Paul.Aeg.1.79</span>; <b class="b3">σ. τόπος, μόρια</b>, <span class="bibl">Heph.Astr.1.1</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.177. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">lewd, salacious</b>, <span class="bibl">Ph.2.22</span> (Sup.).</span>
|Definition=συνουσιαστική, συνουσιαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[sociable]], <b class="b3">ξυμποτικὸς καὶ ξ.</b> Ar.''V.''1209.<br><span class="bld">2</span> [[capable of holding intercourse with]], ὁ ἄνθρωπος.. τῷ θεῷ -κός ''Corp.Herm.''12.19.<br><span class="bld">II</span> [[promoting sexual intercourse]], [[aphrodisiac]], Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; <b class="b3">σ. τόπος, μόρια</b>, Heph.Astr.1.1, ''Cat.Cod.Astr.''2.177.<br><span class="bld">2</span> [[lewd]], [[salacious]], Ph.2.22 (Sup.).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui sait vivre en société]], [[sociable]];<br /><b>2</b> [[aphrodisiaque]];<br /><b>3</b> [[libertin]].<br />'''Étymologie:''' [[συνουσιάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνουσιαστικός -ή -ον [συνουσιάζω] [[gezellig in de omgang]].
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>zum Umgange [[gehörig]], [[geschickt]]</i>, καὶ [[ξυμποτικός]], Ar. <i>Vesp</i>. 1209, bes. <i>zum Beischlafe [[geschickt]], [[geneigt]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''συνουσιαστικός:''' [[умеющий вести себя в обществе]], [[светский]] Arph.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συνουσιαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συνουσιαστής]]<br />[[αφροδισιακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινωνικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ [[ἄνθρωπος]] τῷ θεῷ [[συνουσιαστικός]]», Ερμητ.)<br /><b>3.</b> [[λάγνος]], [[ασελγής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνουσιαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[κατάλληλος]] για [[συναναστροφή]], αυτός που διαθέτει [[κοινωνικότητα]], [[κοινωνικός]], σε Αριστοφ.
}}
{{ls
|lstext='''συνουσιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς συναναστροφήν, [[κοινωνικός]], Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, [[ἀφροδισιακός]], Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) [[λάγνος]], [[ἀσελγής]], Φίλων 2. 22, κτλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνουσιαστικός]], ή, όν<br />suited for [[society]], [[sociable]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνουσιαστικός Medium diacritics: συνουσιαστικός Low diacritics: συνουσιαστικός Capitals: ΣΥΝΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synousiastikós Transliteration B: synousiastikos Transliteration C: synousiastikos Beta Code: sunousiastiko/s

English (LSJ)

συνουσιαστική, συνουσιαστικόν,
A sociable, ξυμποτικὸς καὶ ξ. Ar.V.1209.
2 capable of holding intercourse with, ὁ ἄνθρωπος.. τῷ θεῷ -κός Corp.Herm.12.19.
II promoting sexual intercourse, aphrodisiac, Chrysipp.Stoic.3.199, Paul.Aeg.1.79; σ. τόπος, μόρια, Heph.Astr.1.1, Cat.Cod.Astr.2.177.
2 lewd, salacious, Ph.2.22 (Sup.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui sait vivre en société, sociable;
2 aphrodisiaque;
3 libertin.
Étymologie: συνουσιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνουσιαστικός -ή -ον [συνουσιάζω] gezellig in de omgang.

German (Pape)

ή, όν, zum Umgange gehörig, geschickt, καὶ ξυμποτικός, Ar. Vesp. 1209, bes. zum Beischlafe geschickt, geneigt.

Russian (Dvoretsky)

συνουσιαστικός: умеющий вести себя в обществе, светский Arph.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνουσιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνουσιαστής
αφροδισιακός
αρχ.
1. κοινωνικός
2. ο ικανός στο να κρατά σχέσεις με κάποιον («ὁ ἄνθρωπος τῷ θεῷ συνουσιαστικός», Ερμητ.)
3. λάγνος, ασελγής.

Greek Monotonic

συνουσιαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι κατάλληλος για συναναστροφή, αυτός που διαθέτει κοινωνικότητα, κοινωνικός, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συνουσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς συνουσίαν, ἐπιτήδειος εἰς συναναστροφήν, κοινωνικός, Ἀριστοφ. Σφ. 1209. ΙΙ. ὁ συντελῶν εἰς σαρκικὴν μῖξιν, ἀφροδισιακός, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335D. 2) λάγνος, ἀσελγής, Φίλων 2. 22, κτλ.

Middle Liddell

συνουσιαστικός, ή, όν
suited for society, sociable, Ar.