συντακτός: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntaktos | |Transliteration C=syntaktos | ||
|Beta Code=suntakto/s | |Beta Code=suntakto/s | ||
|Definition= | |Definition=συντακτή, συντακτόν, [[constructed with]] (cf. [[συντάσσω]] II.5), ὀρθῇ πτώσει ''Stoic.''2.59: also abs., <b class="b3">πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος</b>, as a definition of [[κατηγόρημα]], Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adj. verb. von [[συντάσσω]], <i>[[zusammengeordnet]], [[festgesetzt]]</i>, DL. 7.58, 64. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συντακτός:''' [adj. verb. к [[συντάσσω]] грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συντακτός''': -ή, -όν, συντεταγμένος μετά τινος, (πρβλ. [[συντάσσω]] ΙΙ. 5), ὀρθῇ πτώσει Διογ. Λ. 7. 64, πρβλ. 58. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συντάσσω]]<br /><b>1.</b> συντεταγμένος με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρᾶγμα συντακτὸν [[περί]] τινος»<br />(ως [[ορισμός]]) το [[κατηγόρημα]] (Διογ. Βαβ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
συντακτή, συντακτόν, constructed with (cf. συντάσσω II.5), ὀρθῇ πτώσει Stoic.2.59: also abs., πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος, as a definition of κατηγόρημα, Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.
German (Pape)
adj. verb. von συντάσσω, zusammengeordnet, festgesetzt, DL. 7.58, 64.
Russian (Dvoretsky)
συντακτός: [adj. verb. к συντάσσω грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом.
Greek (Liddell-Scott)
συντακτός: -ή, -όν, συντεταγμένος μετά τινος, (πρβλ. συντάσσω ΙΙ. 5), ὀρθῇ πτώσει Διογ. Λ. 7. 64, πρβλ. 58.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συντάσσω
1. συντεταγμένος με κάποιον
2. φρ. «πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος»
(ως ορισμός) το κατηγόρημα (Διογ. Βαβ.).