αθεΐα: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀθεΐα]], η (Α) [[ἄθεος]]<br />[[άρνηση]] υπάρξεως θεού, [[έλλειψη]] πίστης, [[αθεϊσμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραμέληση]] τών θεών της πολιτείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄθεος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθεΐζω]]].
|mltxt=[[ἀθεΐα]], η (Α) [[ἄθεος]]<br />[[άρνηση]] υπάρξεως θεού, [[έλλειψη]] πίστης, [[αθεϊσμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραμέληση]] τών θεών της πολιτείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄθεος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθεΐζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀθεΐα, η (Α) ἄθεος
άρνηση υπάρξεως θεού, έλλειψη πίστης, αθεϊσμός
αρχ.
παραμέληση τών θεών της πολιτείας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄθεος.
ΠΑΡ. αθεΐζω].