αλληλουχία: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλληλουχία]])<br />ο [[σύνδεσμος]] με τα προηγούμενα και τα επόμενα, [[συνοχή]], [[συνάφεια]], [[επαλληλία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) [[αιτιώδης]] [[σχέση]] και [[εξάρτηση]], [[λογική]] [[σχέση]], [[συνειρμός]], [[συνέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλληλοῦχος]], <b>βλ.</b> [[ἀλληλοῦχοι]].
|mltxt=η (Α [[ἀλληλουχία]])<br />ο [[σύνδεσμος]] με τα προηγούμενα και τα επόμενα, [[συνοχή]], [[συνάφεια]], [[επαλληλία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) [[αιτιώδης]] [[σχέση]] και [[εξάρτηση]], [[λογική]] [[σχέση]], [[συνειρμός]], [[συνέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλληλοῦχος]], <b>βλ.</b> [[ἀλληλοῦχοι]].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἀλληλουχία)
ο σύνδεσμος με τα προηγούμενα και τα επόμενα, συνοχή, συνάφεια, επαλληλία
νεοελλ.
(ειδικά) αιτιώδης σχέση και εξάρτηση, λογική σχέση, συνειρμός, συνέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλοῦχος, βλ. ἀλληλοῦχοι.