αλισφακιά: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η 1. [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού <i>Salvia pomifera</i> σε όλη την [[Ελλάδα]]. Την [[ίδια]] [[ονομασία]] έχουν [[επίσης]], τοπικά, διάφορα άλλα είδη Σάλβιας, όπως τα <i>Salvia officinalis</i>, <i>Salvia triloba</i> ([[φασκομηλιά]]), <i>S</i>. <i>verticillata</i> και <i>S</i>. <i>calycina</i>.<br /><b>2.</b> το [[αφέψημα]] που παρασκευάζεται από τα φύλλα [[αυτού]] του φυτού, το [[φασκόμηλο]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η 1. [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού <i>Salvia pomifera</i> σε όλη την [[Ελλάδα]]. Την [[ίδια]] [[ονομασία]] έχουν [[επίσης]], τοπικά, διάφορα άλλα είδη Σάλβιας, όπως τα <i>Salvia officinalis</i>, <i>Salvia triloba</i> ([[φασκομηλιά]]), <i>S</i>. <i>verticillata</i> και <i>S</i>. <i>calycina</i>.<br /><b>2.</b> το [[αφέψημα]] που παρασκευάζεται από τα φύλλα [[αυτού]] του φυτού, το [[φασκόμηλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλίσφακας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλισφακίδι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
η 1. κοινή ονομασία του φυτού Salvia pomifera σε όλη την Ελλάδα. Την ίδια ονομασία έχουν επίσης, τοπικά, διάφορα άλλα είδη Σάλβιας, όπως τα Salvia officinalis, Salvia triloba (φασκομηλιά), S. verticillata και S. calycina.
2. το αφέψημα που παρασκευάζεται από τα φύλλα αυτού του φυτού, το φασκόμηλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλίσφακας.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακίδι].