ἀναιδεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον → far-shining star of the blue land

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναιδεύομαι]] (Α) [[ἀναίδεια]]<br />[[συμπεριφέρομαι]] με [[αναίδεια]], [[ασχημονώ]], αυθαδιάζω.
|mltxt=[[ἀναιδεύομαι]] (Α) [[ἀναίδεια]]<br />[[συμπεριφέρομαι]] με [[αναίδεια]], [[ασχημονώ]], αυθαδιάζω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναιδεύομαι:''' αποθ., [[συμπεριφέρομαι]] ξεδιάντροπα, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναιδεύομαι Medium diacritics: ἀναιδεύομαι Low diacritics: αναιδεύομαι Capitals: ΑΝΑΙΔΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: anaideúomai Transliteration B: anaideuomai Transliteration C: anaideyomai Beta Code: a)naideu/omai

English (LSJ)

   A behaveimpudently, Ar.Eq.397 codd., Phld.Rh.1.251S.

German (Pape)

[Seite 189] sich unverschämt betragen, Ar. Equ. 396 u. Sp., vgl. ὑπεραναιδ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιδεύομαι: ἀποθ., φέρομαι ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ἱππ. 397, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 66.

French (Bailly abrégé)

se conduire avec impudence.
Étymologie: ἀναιδής.

Spanish (DGE)

ser desvergonzado, comportarse descaradamente πρὸς πᾶν Ar.Eq.397, de una prostituta ἐν προσώπω αὐτῆς Thd.Pr.7.13
c. inf. tener el descaro de ἔδωκάν μοι πληγὰς πλείους ἀναιδευόμενοι μὴ ἀποδῶναι PRyl.141.19 (I a.C.), cf. Phld.Rh.1.251., Herm.Vis.3.7.5.

Greek Monolingual

ἀναιδεύομαι (Α) ἀναίδεια
συμπεριφέρομαι με αναίδεια, ασχημονώ, αυθαδιάζω.

Greek Monotonic

ἀναιδεύομαι: αποθ., συμπεριφέρομαι ξεδιάντροπα, σε Αριστοφ.