ἄργιλλα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄργιλλα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[υπόγειο]] [[οίκημα]] το οποίο ονομάζεται [[έτσι]] [[κυρίως]] στη Μεγάλη [[Ελλάδα]]<br /><b>2.</b> η [[άργιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. <i>άργιλλα</i> ή <i>άργιλα</i> και <i>άργελλα</i> με τη λ. <i>άργιλλος</i> [[είναι]] αμφίβολη].
|mltxt=[[ἄργιλλα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[υπόγειο]] [[οίκημα]] το οποίο ονομάζεται [[έτσι]] [[κυρίως]] στη Μεγάλη [[Ελλάδα]]<br /><b>2.</b> η [[άργιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. <i>άργιλλα</i> ή <i>άργιλα</i> και <i>άργελλα</i> με τη λ. <i>άργιλλος</i> [[είναι]] αμφίβολη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄργιλλα:''' ή ἄργῑλα, ἡ, [[υπόγειο]] [[οίκημα]], υπόγεια [[κατοικία]], Έφορ. [[παρά]] Στράβ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄργιλλα Medium diacritics: ἄργιλλα Low diacritics: άργιλλα Capitals: ΑΡΓΙΛΛΑ
Transliteration A: árgilla Transliteration B: argilla Transliteration C: argilla Beta Code: a)/rgilla

English (LSJ)

or ἄργῑλα, ἡ,

   A underground dwelling, so called in Magna Graecia, Ephor.45, Eust.ad D.P.1166; cf. ἄργελλα.    II = ἄργιλλος, Gal.12.438, 19.90.

German (Pape)

[Seite 345] ἡ. eine unterirdische Wohnung, im Dialect Groß-Griechenlands, Euphor. bei Strab. 5, 4, 5.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
demeure souterraine.
Étymologie: mot de Grande-Grèce.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): ἄργιλα Gal.12.438, Eust.in D.P.1166
1 vivienda subterránea en Magna Grecia, Ephor.134a, Eust.l.c., 1671.36.
2 arcilla Gal.l.c., Cic.Pis.59, Vitr.5.10.2, Plin.HN 17.27, Colum.3.11.9.

• Etimología: Prob. de la raíz de 1 ἀργός, q.u.; lat. argilla es prést. del gr.

Greek Monolingual

ἄργιλλα, η (Α)
1. υπόγειο οίκημα το οποίο ονομάζεται έτσι κυρίως στη Μεγάλη Ελλάδα
2. η άργιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Η σύνδεση της λ. άργιλλα ή άργιλα και άργελλα με τη λ. άργιλλος είναι αμφίβολη].

Greek Monotonic

ἄργιλλα: ή ἄργῑλα, ἡ, υπόγειο οίκημα, υπόγεια κατοικία, Έφορ. παρά Στράβ.