ἄργιλλα: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄργιλλα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[υπόγειο]] [[οίκημα]] το οποίο ονομάζεται [[έτσι]] [[κυρίως]] στη Μεγάλη [[Ελλάδα]]<br /><b>2.</b> η [[άργιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. <i>άργιλλα</i> ή <i>άργιλα</i> και <i>άργελλα</i> με τη λ. <i>άργιλλος</i> [[είναι]] αμφίβολη]. | |mltxt=[[ἄργιλλα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[υπόγειο]] [[οίκημα]] το οποίο ονομάζεται [[έτσι]] [[κυρίως]] στη Μεγάλη [[Ελλάδα]]<br /><b>2.</b> η [[άργιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. <i>άργιλλα</i> ή <i>άργιλα</i> και <i>άργελλα</i> με τη λ. <i>άργιλλος</i> [[είναι]] αμφίβολη]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄργιλλα:''' ή ἄργῑλα, ἡ, [[υπόγειο]] [[οίκημα]], υπόγεια [[κατοικία]], Έφορ. [[παρά]] Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
or ἄργῑλα, ἡ,
A underground dwelling, so called in Magna Graecia, Ephor.45, Eust.ad D.P.1166; cf. ἄργελλα. II = ἄργιλλος, Gal.12.438, 19.90.
German (Pape)
[Seite 345] ἡ. eine unterirdische Wohnung, im Dialect Groß-Griechenlands, Euphor. bei Strab. 5, 4, 5.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
demeure souterraine.
Étymologie: mot de Grande-Grèce.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): ἄργιλα Gal.12.438, Eust.in D.P.1166
1 vivienda subterránea en Magna Grecia, Ephor.134a, Eust.l.c., 1671.36.
2 arcilla Gal.l.c., Cic.Pis.59, Vitr.5.10.2, Plin.HN 17.27, Colum.3.11.9.
• Etimología: Prob. de la raíz de 1 ἀργός, q.u.; lat. argilla es prést. del gr.
Greek Monolingual
ἄργιλλα, η (Α)
1. υπόγειο οίκημα το οποίο ονομάζεται έτσι κυρίως στη Μεγάλη Ελλάδα
2. η άργιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Η σύνδεση της λ. άργιλλα ή άργιλα και άργελλα με τη λ. άργιλλος είναι αμφίβολη].
Greek Monotonic
ἄργιλλα: ή ἄργῑλα, ἡ, υπόγειο οίκημα, υπόγεια κατοικία, Έφορ. παρά Στράβ.