ἀπλατής: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(5) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπλατής]], -ές (Α) [[πλάτος]]<br />ο [[δίχως]] [[πλάτος]], [[στενός]]. | |mltxt=[[ἀπλατής]], -ές (Α) [[πλάτος]]<br />ο [[δίχως]] [[πλάτος]], [[στενός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπλᾰτής:''' не имеющий ширины, т. е. одного измерения ([[γραμμή]], [[μῆκος]] Arst., Plat., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A without breadth, γραμμή Arist.APr.49b36; μῆκος ἀ., opp. πλάτος ἔχον, Id.Top.143b14: metaph., Gal.7.410; ἀ. ὑγίεια without latitude, i.e. variation, Id.6.28. Adv. -τῶς Iamb.in Nic.p.56P.
German (Pape)
[Seite 292] ές (πλάτος), ohne Breite, Euclid. Luc. Hermot. 74 Arat. 467.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπλᾰτής: -ές, ὁ μὴ ἔχων πλάτος, ἄνευ πλάτους, γραμμή Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 41, 4· μῆκος ἀπλ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πλάτος ἔχον, ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 6, 3. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἰάμβλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans largeur.
Étymologie: ἀ, πλάτος.
Spanish (DGE)
-ές
I 1sin anchura o superficiede la línea οἱ τὴν γραμμὴν ὁριζόμενοι μῆκος ἀπλατὲς εἶναι Arist.Top.143b12, cf. APr.49b36, Euc.1 Def.2, Hero Def.2, Ph.1.540
•μῆκος ἀ. op. πλάτος ἔχον Arist.Top.143b14, cf. Sch.Arat.p.315.
2 fig. que no es vario, múltiple, ambiguo ὑγιείαν ... ἀπλατῆ τε καὶ μίαν Gal.6.28, cf. 7.410.
II adv. -ῶς sin latitud ἀ. ἐπὶ μόνον τὸ μῆκος πρόεισιν Iambl.in Nic.p.56.
Greek Monolingual
ἀπλατής, -ές (Α) πλάτος
ο δίχως πλάτος, στενός.
Russian (Dvoretsky)
ἀπλᾰτής: не имеющий ширины, т. е. одного измерения (γραμμή, μῆκος Arst., Plat., Luc.).