ἀπλατής
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ἀπλατές, without breadth, γραμμή Arist.APr.49b36; μῆκος ἀ., opp. πλάτος ἔχον, Id.Top.143b14: metaph., Gal.7.410; ἀ. ὑγίεια without latitude, i.e. variation, Id.6.28. Adv. ἀπλατῶς Iamb.in Nic.p.56P.
Spanish (DGE)
-ές
I 1sin anchura o superficie de la línea οἱ τὴν γραμμὴν ὁριζόμενοι μῆκος ἀπλατὲς εἶναι Arist.Top.143b12, cf. APr.49b36, Euc.1 Def.2, Hero Def.2, Ph.1.540
•μῆκος ἀ. op. πλάτος ἔχον Arist.Top.143b14, cf. Sch.Arat.p.315.
2 fig. que no es vario, múltiple, ambiguo ὑγιείαν ... ἀπλατῆ τε καὶ μίαν Gal.6.28, cf. 7.410.
II adv. -ῶς sin latitud ἀ. ἐπὶ μόνον τὸ μῆκος πρόεισιν Iambl.in Nic.p.56.
German (Pape)
[Seite 292] ές (πλάτος), ohne Breite, Euclid. Luc. Hermot. 74 Arat. 467.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans largeur.
Étymologie: ἀ, πλάτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπλᾰτής: не имеющий ширины, т. е. одного измерения (γραμμή, μῆκος Arst., Plat., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπλᾰτής: -ές, ὁ μὴ ἔχων πλάτος, ἄνευ πλάτους, γραμμή Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 41, 4· μῆκος ἀπλ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πλάτος ἔχον, ὁ αὐτ. Τοπ. 6. 6, 3. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἰάμβλ.