βουλιμία: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[βουλιμία]]) [[βούλιμος]]<br />ακόρεστη [[πείνα]], [[αδηφαγία]].
|mltxt=η (AM [[βουλιμία]]) [[βούλιμος]]<br />ακόρεστη [[πείνα]], [[αδηφαγία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουλῑμία:''' ἡ ([[βου-]], [[λιμός]]), υπερβολική [[πείνα]], [[αδηφαγία]], [[λαιμαργία]], ομώνυμη [[αρρώστια]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλῑμία Medium diacritics: βουλιμία Low diacritics: βουλιμία Capitals: ΒΟΥΛΙΜΙΑ
Transliteration A: boulimía Transliteration B: boulimia Transliteration C: voulimia Beta Code: boulimi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ravenous hunger, Timocl.13.3, Arist.Pr.887b39.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, Heißhunger; Medic.; Plut. Symp. 6, 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

βουλῑμία: ἡ, μεγάλη πεῖνα, ὑπερβολική, Τιμοκλ. Ἡρ. 2, Ἀριστ. Προβλ. 7. 9.

Spanish (DGE)

(βουλῑμία) -ας, ἡ
hambre de buey e.e. hambre feroz ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας Timocl.13.3, cf. Arist.Pr.887b39, Ps.Dicaearch.1.2
medic. bulimia βουλιμιῶν ἰάματα Gal.11.721.

Greek Monolingual

η (AM βουλιμία) βούλιμος
ακόρεστη πείνα, αδηφαγία.

Greek Monotonic

βουλῑμία: ἡ (βου-, λιμός), υπερβολική πείνα, αδηφαγία, λαιμαργία, ομώνυμη αρρώστια, σε Αριστ.