βαθύπλουτος: Difference between revisions

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[βαθύπλουτος]], -ον)<br />πολύ [[πλούσιος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[βαθύπλουτος]], -ον)<br />πολύ [[πλούσιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύπλουτος:''' -ον, υπερβολικά [[πλούσιος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύπλουτος Medium diacritics: βαθύπλουτος Low diacritics: βαθύπλουτος Capitals: ΒΑΘΥΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: bathýploutos Transliteration B: bathyploutos Transliteration C: vathyploutos Beta Code: baqu/ploutos

English (LSJ)

ον,

   A exceeding rich, ζωά B.3.82; χθών A.Supp.554 (lyr.); Εἰρήνα E.Fr.453, copied by Ar.Fr.109; of persons, Ph.1.635, Alciphr.3.10; β. κατασκευαὶ οἰκιῶν D.H.20.4.

German (Pape)

[Seite 424] sehr reich, χθών Aesch. Suppl. 549; εἰρήνη Eur. frg. Cresph. IV, 1; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύπλουτος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν πλούσιος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 555, Εὐρ. Ἀποσπ. 462, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163· πρβλ. βαθυκτέανος, βάθος 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
profondément, càd immensément riche.
Étymologie: βαθύς, πλοῦτος.

Spanish (DGE)

(βᾰθύπλουτος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de abundante y sólida riqueza, opulento ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς B.3.82, χθών A.Supp.554, cf. Fr.451g.3, εἰρήνα E.Fr.4.104O.M., Ar.Fr.111, cf. Epigr.Adesp.SHell.977.5, κατασκευὰς οἰκιῶν ... βαθυπλούτους ὁρῶν D.H.20.4, χρυσοῖο βαθυπλούτοιο κολοσσοί Orác. en ZPE 7.1971.198.2 (Dídima III d.C.)
de pers., Ph.1.635, Alciphr.2.2.1, κραδίη AP 16.40 (Crin.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βαθύπλουτος, -ον)
πολύ πλούσιος.

Greek Monotonic

βᾰθύπλουτος: -ον, υπερβολικά πλούσιος, σε Αισχύλ.