αὐτοσχεδιαστικός: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτοσχεδιαστικός]], -ή, -ό (Α) [[αυτοσχεδιάζω]]<br />αυτός που χαρακτηρίζεται από αυτοσχεδιασμό. | |mltxt=[[αὐτοσχεδιαστικός]], -ή, -ό (Α) [[αυτοσχεδιάζω]]<br />αυτός που χαρακτηρίζεται από αυτοσχεδιασμό. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτοσχεδιαστικός:''' импровизированный Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A extemporary, Arist.Po.1449a9:—also αὐτοσχεδι-αστός, όν, Alcid.Soph.16,17.
German (Pape)
[Seite 403] dasselbe, z. B. λόγος Alcidam. soph. 674, 27; Arist. poet. 4.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδιαστικός: -ή, -όν, ὁ αὐτοσχεδίως λεγόμενος ἤ γινόμενος, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14· ὡσαύτως -σχεδιαστός, όν, Ἀρχιδάμ. σ. 47 Bekk.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se hace sin preparación, improvisado de la tragedia y la comedia, Arist.Po.1449a9.
Greek Monolingual
αὐτοσχεδιαστικός, -ή, -ό (Α) αυτοσχεδιάζω
αυτός που χαρακτηρίζεται από αυτοσχεδιασμό.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοσχεδιαστικός: импровизированный Arst.