βαναυσουργία: Difference between revisions
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαναυσουργία]], η (Α) [[βαναυσουργός]]<br />η χειρωνακτική [[εργασία]]. | |mltxt=[[βαναυσουργία]], η (Α) [[βαναυσουργός]]<br />η χειρωνακτική [[εργασία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βαναυσουργία:''' ἡ (*[[ἔργω]]), χειρωνακτικό [[έργο]], χειρωνακτική [[τέχνη]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A handicraft, Plu.Marc.14.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ, ein Handwerk, Plut. Marc. 14.
Greek (Liddell-Scott)
βαναυσουργία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ τέχνη τοῦ βαναύσου, Πλούτ. Μαρκέλλ. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
travail manuel.
Étymologie: βάναυσος, ἔργον.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
trabajo manual φορτικῆς βαναυσουργίας δεομένοι Plu.Marc.14, Poll.7.6.
Greek Monolingual
βαναυσουργία, η (Α) βαναυσουργός
η χειρωνακτική εργασία.
Greek Monotonic
βαναυσουργία: ἡ (*ἔργω), χειρωνακτικό έργο, χειρωνακτική τέχνη, σε Πλούτ.