αλιγύγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλιγύγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει λιγυρή [[γλώσσα]], καθαρή και δυνατή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λιγύς]] «[[λιγυρός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]].
|mltxt=[[ἀλιγύγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει λιγυρή [[γλώσσα]], καθαρή και δυνατή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λιγύς]] «[[λιγυρός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλιγύγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει λιγυρή γλώσσα, καθαρή και δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λιγύς «λιγυρός» + -γλωσσος < γλῶσσα.