ἀλεκτορίσκος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεκτορίσκος]], ο (Α)<br />[[κοκοράκι]], [[πετεινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. της λ. ([[ἀλέκτωρ]], -<i>ορος</i>].
|mltxt=[[ἀλεκτορίσκος]], ο (Α)<br />[[κοκοράκι]], [[πετεινάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. της λ. ([[ἀλέκτωρ]], -<i>ορος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεκτορίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[ἀλέκτωρ]], [[πετεινάρι]], σε Βάβρ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεκτορίσκος Medium diacritics: ἀλεκτορίσκος Low diacritics: αλεκτορίσκος Capitals: ΑΛΕΚΤΟΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: alektorískos Transliteration B: alektoriskos Transliteration C: alektoriskos Beta Code: a)lektori/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ἀλέκτωρ,

   A cockerel, Babr.5.1, Aesop.341.12: as ornament, ἀ. χαλκοῦς Roussel Cultes Egyptiens 230 (Delos).

German (Pape)

[Seite 92] ὁ, Hähnlein, Babr. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτορίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἀλέκτωρ, «πετεινάρι», Βαβρ. 5. 1., 97, 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jeune coq.
Étymologie: ἀλέκτωρ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pollo, pollito ἀλεκτορίσκων ἦν μάχη Ταναγραίων Babr.5.1
como ofrenda votiva ἀ. χαλκοῦς ID 1434.20, 1442A.46 (II a.C.).

Greek Monolingual

ἀλεκτορίσκος, ο (Α)
κοκοράκι, πετεινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. (ἀλέκτωρ, -ορος].

Greek Monotonic

ἀλεκτορίσκος: ὁ, υποκορ. του ἀλέκτωρ, πετεινάρι, σε Βάβρ.