αὐτοπραγία: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτοπραγία]], η (Α)<br />ελεύθερη, ανεξάρτητη [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πραγία</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>πραγ</i>-, <i>πέπραγα</i>, παρακμ. του [[πράσσω]] (-<i>ττω</i>)].
|mltxt=[[αὐτοπραγία]], η (Α)<br />ελεύθερη, ανεξάρτητη [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πραγία</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>πραγ</i>-, <i>πέπραγα</i>, παρακμ. του [[πράσσω]] (-<i>ττω</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοπρᾱγία:''' ἡ свобода действий, независимость Plat., Plut., Diog. L.
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοπρᾱγία Medium diacritics: αὐτοπραγία Low diacritics: αυτοπραγία Capitals: ΑΥΤΟΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: autopragía Transliteration B: autopragia Transliteration C: aftopragia Beta Code: au)topragi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A free, independent action, Pl.Def.411e, Chrysipp.Stoic.3.176, Ph.2.51, Procl. in Prm.p.664S.; ἐξουσία αὐτοπραγίας Stoic.3.86.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπρᾱγία: ἡ, ἐλευθέρα, ἀνεξάρτητος ἐνέργεια, Πλάτ. Ὅροι 411E, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1043B· ἐξουσία αὐτοπραγίας ἡ ἠθικὴ ἐλευθερία τῶν Στωϊκῶν (potestas vivendi at velis, Κικ. Parad. 5. 1), Διογ. Λ. 7. 121.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
liberté ou habitude d’agir à sa guise, indépendance.
Étymologie: αὐτός, πράσσω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
acción propia o debida ref. σωφροσύνη: αὐτοπραγία κατὰ φύσιν Pl.Def.411e, ὁμοίως τῆς τε αὐτοπραγίας καὶ ὀλιγοπραγμοσύνης ἀστείων ὄντων Chrysipp.Stoic.3.176
ref. ἐλευθερία: ἐξουσία αὐτοπραγίας Chrysipp.Stoic.3.86, cf. Ph.2.51
ref. δικαιοσύνη: αὐτοπραγίας ... αἰτία Procl.in Prm.855, cf. Iambl.Myst.4.5
ref. a un precepto alegórico pitagórico τοῦτο (τὸ σύμβολον) εἰς φιλοσοφίαν προτρέπει καὶ τὴν κατὰ νοῦν αὐτοπραγίαν este (precepto) impulsa a la filosofía y a la acción libre Iambl.Protr.21.

Greek Monolingual

αὐτοπραγία, η (Α)
ελεύθερη, ανεξάρτητη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πραγία < (θ.) πραγ-, πέπραγα, παρακμ. του πράσσω (-ττω)].

Russian (Dvoretsky)

αὐτοπρᾱγία: ἡ свобода действий, независимость Plat., Plut., Diog. L.