γηθυλλίς: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(8) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γηθυλλίς]] και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α)<br />[[είδος]] πράσου, αμπελόπρασο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[γηθυλλίς]] θεωρήθηκε σύνθετη ([[γηθυλλίς]]) και ερμηνεύτηκε ως «[[σάκος]] χώματος» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θύλαξ</i>) [[καθώς]] και η λ. [[γήθυον]] (<i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[θύον]] «[[σάκος]]»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο η λ. [[γηθυλλίς]] να θεωρηθεί υποκοριστικό του [[γήθυον]], το οποίο αποτελεί πιθ. υστερογενή σχηματισμό από το ρ. [[γηθέω]]. Ο τ. [[γήτειον]] παραμένει [[ανερμήνευτος]]]. | |mltxt=[[γηθυλλίς]] και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α)<br />[[είδος]] πράσου, αμπελόπρασο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[γηθυλλίς]] θεωρήθηκε σύνθετη ([[γηθυλλίς]]) και ερμηνεύτηκε ως «[[σάκος]] χώματος» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θύλαξ</i>) [[καθώς]] και η λ. [[γήθυον]] (<i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[θύον]] «[[σάκος]]»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο η λ. [[γηθυλλίς]] να θεωρηθεί υποκοριστικό του [[γήθυον]], το οποίο αποτελεί πιθ. υστερογενή σχηματισμό από το ρ. [[γηθέω]]. Ο τ. [[γήτειον]] παραμένει [[ανερμήνευτος]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: name of an onion (Epich.); (cf. Strömberg Theophrastea 84).<br />Other forms: <b class="b3">γήθυον</b> n. (Ar.), <b class="b3">γήτειον</b> n. (Ar.), <b class="b3">κητίον</b> (Cratin.), <b class="b3">γαιθυλλάδαι Η</b>. Fur. 187, 253 further adds <b class="b3">γάθια ἀλλάντια</b> H., <b class="b3">ἀγασυλλίς</b> (Dsc. 3, 84. <b class="b3">ἀγαθίς</b> = <b class="b3">σησαμίς</b> H.<br />Dialectal forms: Dor. <b class="b3">γαθυλλίς</b><br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Kalén GHÅ 24 (1918) : 1, 103ff. analyses <b class="b3">γη-θυλλίς</b> as [[Erdsäckel]]; also <b class="b3">γήθυον</b> as <b class="b3">*θύον</b> [[sacculus]]; a most remarkable etymology (discussed seriously by the etym. dictionaries!). It does not account for <b class="b3">γήτειον</b>. <b class="b3">θ</b> after <b class="b3">γηθέω</b> (DELG) is the wrong kind of <b class="b2">explaining away</b> facts. Evidently a Pre-Greek name (Fur. ll.cc.; note <b class="b3">α</b>\/<b class="b3">αι</b>, <b class="b3">θ</b>\/<b class="b3">σ</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:10, 3 January 2019
English (LSJ)
Dor. γᾱθ- Epich.134, ίδος, ἡ, Dim. of γήθυον:—
A spring onion (acc. to Moer.115, the Att. equivalent for ἀμπελόπρασον), Epich. l. c., Eub.89.3, Nic.Al.431, Epaenet. ap. Ath.9.371e, IG5(1).1511 (Sparta, prob.).
Greek (Liddell-Scott)
γηθυλλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ γήθυον (κατὰ τὸν Μοῖρ. 115, τὸ παρ’ Ἀττ. ἰσοδύναμον πρὸς τὸ ἀμπελόπρασον · Ἐπίχ. (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ γᾱθυλλίς) 89 Ahr., Εὔβουλ. Πορν. 2, Νίκ. Ἀλ. 431.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): dór. γᾱθυλλίς Epich.80
bot.
1 cebolla o cebolleta variedad del Allium cepa L. ἐν δὲ σκόροδα δύο καὶ γαθυλλίδες δύο Epich.l.c., cf. Eub.88.3, Phryn.Com.12, Nic.Al.431, Polem.Hist.36, Epaenetus en Ath.371e, IG 5(1).1511.7 (Esparta), Hsch.s.u. γήθυα.
2 ajopuerro Moer.106.
Greek Monolingual
γηθυλλίς και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α)
είδος πράσου, αμπελόπρασο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. γηθυλλίς θεωρήθηκε σύνθετη (γηθυλλίς) και ερμηνεύτηκε ως «σάκος χώματος» (πρβλ. θύλαξ) καθώς και η λ. γήθυον (γη + θύον «σάκος»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο η λ. γηθυλλίς να θεωρηθεί υποκοριστικό του γήθυον, το οποίο αποτελεί πιθ. υστερογενή σχηματισμό από το ρ. γηθέω. Ο τ. γήτειον παραμένει ανερμήνευτος].
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: name of an onion (Epich.); (cf. Strömberg Theophrastea 84).
Other forms: γήθυον n. (Ar.), γήτειον n. (Ar.), κητίον (Cratin.), γαιθυλλάδαι Η. Fur. 187, 253 further adds γάθια ἀλλάντια H., ἀγασυλλίς (Dsc. 3, 84. ἀγαθίς = σησαμίς H.
Dialectal forms: Dor. γαθυλλίς
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Kalén GHÅ 24 (1918) : 1, 103ff. analyses γη-θυλλίς as Erdsäckel; also γήθυον as *θύον sacculus; a most remarkable etymology (discussed seriously by the etym. dictionaries!). It does not account for γήτειον. θ after γηθέω (DELG) is the wrong kind of explaining away facts. Evidently a Pre-Greek name (Fur. ll.cc.; note α\/αι, θ\/σ).