γγαστρώνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[καθιστώ]] μια [[γυναίκα]] έγκυο<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[ενοχλητικός]] («μάς γγάστρωσε με την [[πολυλογία]] του»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>γγαστρωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για [[γυναίκα]]) [[έγκυος]]<br />β) για άντρα ([[κοιλαράς]])<br />γ) <b>παροιμ.</b> «όλα του γάμου δύσκολα κι η [[νύφη]] γγαστρωμένη» — πολλές δυσκολίες ήρθαν μαζεμένες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[εγγαστρώνω]], με σίγηση του αρκτικού <i>ε</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[γδέρνω]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>εγδέρνω</i>, [[ρωτώ]] <span style="color: red;"><</span> [[ερωτώ]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=<b>1.</b> [[καθιστώ]] μια [[γυναίκα]] έγκυο<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[ενοχλητικός]] («μάς γγάστρωσε με την [[πολυλογία]] του»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>γγαστρωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) (για [[γυναίκα]]) [[έγκυος]]<br />β) για άντρα ([[κοιλαράς]])<br />γ) <b>παροιμ.</b> «όλα του γάμου δύσκολα κι η [[νύφη]] γγαστρωμένη» — πολλές δυσκολίες ήρθαν μαζεμένες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> [[εγγαστρώνω]], με σίγηση του αρκτικού <i>ε</i>- ([[πρβλ]]. [[γδέρνω]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>εγδέρνω</i>, [[ρωτώ]] <span style="color: red;"><</span> [[ερωτώ]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

1. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο
2. γίνομαι ενοχλητικός («μάς γγάστρωσε με την πολυλογία του»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) γγαστρωμένος, -η, -ο
α) (για γυναίκα) έγκυος
β) για άντρα (κοιλαράς)
γ) παροιμ. «όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γγαστρωμένη» — πολλές δυσκολίες ήρθαν μαζεμένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγγαστρώνω, με σίγηση του αρκτικού ε- (πρβλ. γδέρνω < μσν. εγδέρνω, ρωτώ < ερωτώ κ.ά.)].