δικογραφία: Difference between revisions
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[δικογραφία]]) [[δικογράφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών επίσημων εγγράφων δικαστικής υποθέσεως<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύνταξη]] δικαστικών λόγων. | |mltxt=η (Α [[δικογραφία]]) [[δικογράφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών επίσημων εγγράφων δικαστικής υποθέσεως<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύνταξη]] δικαστικών λόγων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐκογρᾰφία:''' ἡ ([[γράφω]]), [[σύνθεση]] δικανικών λόγων, σε Ισοκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A composition of forensic speeches, Isoc.15.2.
German (Pape)
[Seite 629] ἡ, Isocr. 15, 2, das Schreiben von Proceßredensür Andere.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκογρᾰφία: ἡ, ἡ σύνθεσις δικανικῶν λόγων, Ἰσοκρ. 310Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
plaidoyer rédigé pour autrui.
Étymologie: δίκη, γράφω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
composición de discursos forenses para otros, oratoria forense Isoc.15.2, cf. Philostr.VS 497.
Greek Monolingual
η (Α δικογραφία) δικογράφος
νεοελλ.
το σύνολο τών επίσημων εγγράφων δικαστικής υποθέσεως
αρχ.
σύνταξη δικαστικών λόγων.