διαβουλεύομαι: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(9) |
(3) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[διαβουλεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[συσκέπτομαι]] με άλλους και [[ανταλλάσσω]] γνώμες<br /><b>2.</b> [[διαλογίζομαι]], [[συσκέπτομαι]]<br /><b>3.</b> [[μηχανώμαι]], [[ραδιουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβουλεύω]]<br />[[διανύω]] την περίοδο της βουλευτικής μου θητείας<br /><b>2.</b> [[διαβουλεύομαι]]<br />α) [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]]<br />β) [[αποφασίζω]]. | |mltxt=(AM [[διαβουλεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[συσκέπτομαι]] με άλλους και [[ανταλλάσσω]] γνώμες<br /><b>2.</b> [[διαλογίζομαι]], [[συσκέπτομαι]]<br /><b>3.</b> [[μηχανώμαι]], [[ραδιουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβουλεύω]]<br />[[διανύω]] την περίοδο της βουλευτικής μου θητείας<br /><b>2.</b> [[διαβουλεύομαι]]<br />α) [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]]<br />β) [[αποφασίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαβουλεύομαι:''' αποθ., [[συζητώ]] τα [[υπέρ]] και τα κατά, [[συζητώ]] διεξοδικά, [[συλλογίζομαι]], [[στοχάζομαι]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
διαβουλεύομαι: ἀποθ., σκέπτομαι ἢ συζητῶ ὑπόθεσίν τινα ἐξετάζων τὰ ἀντιμαχόμενα ἐπιχειρήματα, συζητῶ καθ’ ὁλοκληρίαν, Ἀνδοκ. 22. 12, Θουκ. 2. 5., 7. 50. 2) διανοοῦμαι, ἀποφασίζω, μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Ἁλ. 24.
French (Bailly abrégé)
1 délibérer, discuter;
2 décider de, inf..
Étymologie: διά, βουλεύομαι.
Greek Monolingual
(AM διαβουλεύομαι)
1. συσκέπτομαι με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες
2. διαλογίζομαι, συσκέπτομαι
3. μηχανώμαι, ραδιουργώ
αρχ.
1. διαβουλεύω
διανύω την περίοδο της βουλευτικής μου θητείας
2. διαβουλεύομαι
α) εξετάζω λεπτομερώς
β) αποφασίζω.
Greek Monotonic
διαβουλεύομαι: αποθ., συζητώ τα υπέρ και τα κατά, συζητώ διεξοδικά, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, σε Θουκ.