ἐγχέζω: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐγχέζω]] (Α)<br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[οὗτος]] τί δέδρακας;» — «[[ἐγκέχοδα]]» — χέστηκα, τά '[[κάνα]] [[πάνω]] μου απ' τον φόβο<br /><b>2.</b> «κἀγκεχοδασί μ' οἱ πλουτοῡντες» — και τά κάνουν [[απάνω]] τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν <b>(Αριστφ.)</b>. | |mltxt=[[ἐγχέζω]] (Α)<br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[οὗτος]] τί δέδρακας;» — «[[ἐγκέχοδα]]» — χέστηκα, τά '[[κάνα]] [[πάνω]] μου απ' τον φόβο<br /><b>2.</b> «κἀγκεχοδασί μ' οἱ πλουτοῡντες» — και τά κάνουν [[απάνω]] τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν <b>(Αριστφ.)</b>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγχέζω:''' μέλ. <i>-χέσω</i> ή <i>χεσοῦμαι</i>, παρακ. [[ἐγκέχοδα]]· Λατ. incacare, σε Αριστοφ.· με αιτ., βρίσκομαι σε φρικώδη τρόμο, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -χέσω or -χεσοῦμαι: pf. ἐγκέχοδα, = Lat.
A incacare, Ar.Ra.479: c. acc., to be in a horrid fright at one, Id.V.627.
German (Pape)
[Seite 712] (s. χέζω), drein scheißen, Ar. Ran. 479; τινά, aus Furcht vor Einem, Vesp. 627.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχέζω: μέλλ. -χέσω ἢ -χεσοῦμαι: πρκμ. ἐγκέχοδα: - Λατ. incacare, χέζω ἐν..., ἀποπατῶ διὰ φόβον, οὗτος, τί δέδρακας; ἐγκέχοδα Ἀριστοφ. Βάτρ. 479· μετ’ αἰτ., φοβοῦμαι τινά, κἀγκεχόδασίν μ’ οἱ πλουτοῦντες, «μὲ τρέμουν οἱ πλούσιοι», «τὰ κάμνουν ἐπάνω τους ἀπὸ τὸν πρὸς ἐμὲ φόβον», ὁ αὐτ. Σοφ. 627.
French (Bailly abrégé)
conchier, embrener.
Étymologie: ἐν, χέζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: perf. ἐγκέχοδα
cagarse encima abs. τί δέδρακας; ἐγκέχοδα Ar.Ra.479, cf. Gloss.3.402.
•tb. c. ac. fig. κἀγκεχόδασίν μ' οἱ πλουτοῦντες se me cagan los ricos (de miedo), Ar.V.627.
Greek Monolingual
ἐγχέζω (Α)
φρ.
1. «οὗτος τί δέδρακας;» — «ἐγκέχοδα» — χέστηκα, τά 'κάνα πάνω μου απ' τον φόβο
2. «κἀγκεχοδασί μ' οἱ πλουτοῡντες» — και τά κάνουν απάνω τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν (Αριστφ.).
Greek Monotonic
ἐγχέζω: μέλ. -χέσω ή χεσοῦμαι, παρακ. ἐγκέχοδα· Λατ. incacare, σε Αριστοφ.· με αιτ., βρίσκομαι σε φρικώδη τρόμο, στον ίδ.