ἐγκαταζεύγνυμι: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐγκαταζεύγνυμι]] (Α)<br />[[συνδέω]], [[συναρμόζω]] [[στερεά]]. | |mltxt=[[ἐγκαταζεύγνυμι]] (Α)<br />[[συνδέω]], [[συναρμόζω]] [[στερεά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγκαταζεύγνυμι:''' μέλ. <i>-ζεύξω</i>, [[συναρμόζω]], <i>τί τινι</i>, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A associate with, adapt to, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις S.Aj.736.
German (Pape)
[Seite 705] (s. ζεύγνυμι), mit Etwas verbinden; νέας βουλὰς νέοισι τρόποις Soph. Ai. 723.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταζεύγνυμι: συνενῶ, συνδέω, συναρμόζω, νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις Σοφ. Αἴ. 736.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἐγκαταζεύξας;
adapter par suite de, accommoder en conséquence à, τινι.
Étymologie: ἐν, καταζεύγνυμι.
Spanish (DGE)
uncir, fig. adecuar, adaptar νέας βουλὰς νέοισιν ... τρόποις S.Ai.736
•someter τοῖς ἰδίοις ἐγκαταζεῦξαι σκήπτροις τοὺς ἀρχῆς ... ἀπολισθήσαντας Cyr.Al.Dial.Trin.480a.
Greek Monolingual
ἐγκαταζεύγνυμι (Α)
συνδέω, συναρμόζω στερεά.
Greek Monotonic
ἐγκαταζεύγνυμι: μέλ. -ζεύξω, συναρμόζω, τί τινι, σε Σοφ.