είσειμι: Difference between revisions
From LSJ
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
(10) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἴσειμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον («οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς [[εἴσειμι]]»)<br /><b>2.</b> (για χορό ή υποκριτές) [[παρουσιάζομαι]] στη [[σκηνή]]<br /><b>3.</b> (για δημόσιους αγορητές ή δικαστές) εμφανίζομαι στο δικαστήριο, στην [[εκκλησία]] του δήμου<br /><b>4.</b> (για διάδικους ή [[δίκη]]) [[παρουσιάζω]] [[υπόθεση]] στο δικαστήριο<br /><b>5.</b> [[αναλαμβάνω]] [[αρχή]] ή [[αξίωμα]]<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]] στο [[μυαλό]] («ταῡτα λέγοντος | |mltxt=[[εἴσειμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον («οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς [[εἴσειμι]]»)<br /><b>2.</b> (για χορό ή υποκριτές) [[παρουσιάζομαι]] στη [[σκηνή]]<br /><b>3.</b> (για δημόσιους αγορητές ή δικαστές) εμφανίζομαι στο δικαστήριο, στην [[εκκλησία]] του δήμου<br /><b>4.</b> (για διάδικους ή [[δίκη]]) [[παρουσιάζω]] [[υπόθεση]] στο δικαστήριο<br /><b>5.</b> [[αναλαμβάνω]] [[αρχή]] ή [[αξίωμα]]<br /><b>6.</b> [[έρχομαι]] στο [[μυαλό]] («ταῡτα λέγοντος τοῦ παιδὸς τὸν Ἀστυάγεα ἐσήιε [[ἀνάγνωσις]] αὐτοῦ» — τον αναγνώρισε ο Αστυάγης). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
εἴσειμι (Α)
1. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον («οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι»)
2. (για χορό ή υποκριτές) παρουσιάζομαι στη σκηνή
3. (για δημόσιους αγορητές ή δικαστές) εμφανίζομαι στο δικαστήριο, στην εκκλησία του δήμου
4. (για διάδικους ή δίκη) παρουσιάζω υπόθεση στο δικαστήριο
5. αναλαμβάνω αρχή ή αξίωμα
6. έρχομαι στο μυαλό («ταῡτα λέγοντος τοῦ παιδὸς τὸν Ἀστυάγεα ἐσήιε ἀνάγνωσις αὐτοῦ» — τον αναγνώρισε ο Αστυάγης).