ἔναρα: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔναρα]], τα (Α)<br />τα όπλα και κοσμήματα του σκοτωμένου εχθρού («λιπὼν [[ἔναρα]] βροτόεντα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> τα [[λάφυρα]], η [[λεία]] του πολέμου («κλυτῶν ἐνάρων», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ἔναρα]], τα (Α)<br />τα όπλα και κοσμήματα του σκοτωμένου εχθρού («λιπὼν [[ἔναρα]] βροτόεντα», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> τα [[λάφυρα]], η [[λεία]] του πολέμου («κλυτῶν ἐνάρων», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνᾰρα:''' -ων, τά, μόνο σε πληθ., τα όπλα και τα κοσμήματα ενός σκοτωμένου αντιπάλου, [[λεία]], κέρδη, [[λάφυρα]], Λατ. [[spolia]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνᾰρα Medium diacritics: ἔναρα Low diacritics: έναρα Capitals: ΕΝΑΡΑ
Transliteration A: énara Transliteration B: enara Transliteration C: enara Beta Code: e)/nara

English (LSJ)

ων, τά, (ἐναίρω) only pl.,

   A arms and trappings of a slain foe, spoils, φέρειν ἔ. βροτόεντα Il.6.480; φέρομαι 8.534; πόλλ' ἔ. Τρώων taken from them, 13.268; so ἔ. βροτόεντα Δόλωνος 10.570: generally, spoil, booty, τὴν [φόρμιγγα] ἄρετ' ἐξ ἐνάρων 9.188, cf. 6.68, Hes.Sc. 367.--Ep. word (used by S.Aj.177 (lyr.)) for Trag. σκῦλα, λάφυρα.

German (Pape)

[Seite 829] τά, die dem getödteten Feinde abgenommene Rüstung, spolia, vgl. s. v. ἐναίρω u. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 145. Bei Homer öfters ἔναρα βροτόεντα, z. B. Iliad. 6, 480. 15, 347; auch ohne den Zusatz βροτόεντα, Iliad. 13, 268. 6, 68; allgemeiner (katachrestisch) = Kriegsbeute ist das Wort vielleicht zu nehmen Iliad. 9, 188 (φόρμιγγι) τὴν ἄρετ' ἐξ ἐνάρων, πόλιν Ἠετίωνος ὀλέσσας; Scholl. Aristonic. giebt hier ἐξ ἐνάρων wieder durch ἐκ τῶν λαφύρων. – Hes. Sc. 367; κλυτά Soph. Ai. 177; οὐκ ἐνοπᾶς ἀλλὰ χορῶν ἔναρα Mel. 115 (VI, 163).

Greek (Liddell-Scott)

ἔνᾰρα: -ων, τά, (ἴδε ἐναίρω) μόνον κατὰ πληθ. τὰ ὅπλα καὶ κοσμήματα φονευθέντος ἐχθροῦ, σκῦλα, λάφυρα, Λατ. spolia, φέροι δ’ ἔναρα βροτόεντα Ἰλ. Ζ. 480˙ ἢ φέρεσθαι θ. 534˙ πόλλ’ ἔναρα Τρώων Ν. 268˙ οὕτως, ἔναρα βροτόεντα Δόλωνος Κ. 570: ― καθόλου, λάφυρα, τὴν φόρμιγγα ἄρετ’ ἐξ ἐνάρων Ι. 188· πρβλ. Ζ. 68, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 357. Ἐπικὴ λέξις (ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 177) ἀντὶ τῶν Τραγ. σκῦλα, λάφυρα.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
1 armes enlevées à un mort, dépouilles;
2 p. ext. butin de guerre en gén.
Étymologie: ἐναίρω.

English (Autenrieth)

τα: spoils (armor taken from the slain foe), booty, Il. 15.347, Il. 9.188.

Spanish (DGE)

(ἔνᾰρα) -ων, τά
1 despojos e.e. armas y jaeces del enemigo muerto φέροι δ' ἔ. βροτόεντα κτείνας ... ἄνδρα y que traiga ensangrentados despojos tras matar a un hombre, Il.6.480, cf. 8.534, 17.13, Hes.Sc.367, ἔ. ... Δόλωνος Il.10.570, ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος afanándose sobre los despojos, Il.6.68, κλυτὰ ἔ. S.Ai.177, δυσμενέων ἔναρα βροτόεντα CIRB 131.7 (Panticapeo I a./d.C.).
2 botín τὴν ἄρετ' ἐξ ἐνάρων πόλιν Ἠετίωνος ὀλέσσας la había ganado (una fórminge) del botín tras la toma de la ciudad de Eetión, Il.9.188, πόλλ' ἔ. Τρώων Il.13.268.

• Etimología: Dud. Quizá rel. c. ai. sánara- o sanóti ‘ganar’ de una r. *senH- ‘conseguir’, ‘ganar’, cf. ai. sánitar ‘vencedor’, gr. ἀνύω.

Greek Monolingual

ἔναρα, τα (Α)
τα όπλα και κοσμήματα του σκοτωμένου εχθρού («λιπὼν ἔναρα βροτόεντα», Ησίοδ.)
2. γεν. τα λάφυρα, η λεία του πολέμου («κλυτῶν ἐνάρων», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἔνᾰρα: -ων, τά, μόνο σε πληθ., τα όπλα και τα κοσμήματα ενός σκοτωμένου αντιπάλου, λεία, κέρδη, λάφυρα, Λατ. spolia, σε Ομήρ. Ιλ.