διακίνημα: Difference between revisions
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
(9) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διακίνημα]], το (Α)<br />[[μετατόπιση]] οστού, [[εξάρθρωση]]. | |mltxt=[[διακίνημα]], το (Α)<br />[[μετατόπιση]] οστού, [[εξάρθρωση]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διακίνημα -ατος, τό [διακινέω] dislocatie (van botten). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A displacement of a bone, partial dislocation, Hp.Fract.37 (pl.), Gal.19.461, Id. ap. Orib. 47.5.1.
German (Pape)
[Seite 582] τό, ein leichtes Ausweichen der Knochen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διακίνημα: τό, ἐκτόπισις, ἐκτροπὴ ὀστοῦ τινος, μερικὴ ἐξάρθρωσις, Ἱππ. Ἀγμ. 775· - οὕτω, διακίνησις, εως, ἡ, Γαλην. 12. σ. 456.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. dislocación, luxación parcial τῶν ὀστέων Hp.Fract.37, cf. Gal.19.461, ἡ τῶν κατ' ἀγκῶνα διακινημάτων θεραπεία ῥᾴστη Gal. en Orib.47.5.1.
Greek Monolingual
διακίνημα, το (Α)
μετατόπιση οστού, εξάρθρωση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακίνημα -ατος, τό [διακινέω] dislocatie (van botten).