ψέμα: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / ψεῡσμα, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[ψεύμα]] Ν, ψεῡμα ΜΑ<br />[[ψεύδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τέλειωσαν [ή σώθηκαν] τα ψέματα» — η [[κατάσταση]] [[είναι]] πολύ σοβαρή, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια<br />β) «[[ψέμα]] με [[ουρά]]»<br />i) χονδροειδές [[ψέμα]]<br />ii) [[πολλά]] και συνεχή ψέματα<br />γ) «με τα ψέματα» — με ασήμαντα [[μέσα]] ή προσόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ψεῦσμα]] <span style="color: red;"><</span> [[ψεύδομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψεύστης]]), ενώ οι τ. [[ψεύμα]] και [[ψέμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ρεύμα]]: [[ρέμα]]) από αρχ. [[ψεῦσμα]] με [[αποβολή]] του -<i>σ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψεύστης]]: [[ψεύτης]])].
|mltxt=το / ψεῡσμα, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[ψεύμα]] Ν, ψεῡμα ΜΑ<br />[[ψεύδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τέλειωσαν [ή σώθηκαν] τα ψέματα» — η [[κατάσταση]] [[είναι]] πολύ σοβαρή, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια<br />β) «[[ψέμα]] με [[ουρά]]»<br />i) χονδροειδές [[ψέμα]]<br />ii) [[πολλά]] και συνεχή ψέματα<br />γ) «με τα ψέματα» — με ασήμαντα [[μέσα]] ή προσόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ψεῦσμα]] <span style="color: red;"><</span> [[ψεύδομαι]] ([[πρβλ]]. [[ψεύστης]]), ενώ οι τ. [[ψεύμα]] και [[ψέμα]] ([[πρβλ]]. [[ρεύμα]]: [[ρέμα]]) από αρχ. [[ψεῦσμα]] με [[αποβολή]] του -<i>σ</i>- ([[πρβλ]]. [[ψεύστης]]: [[ψεύτης]])].
}}
}}

Revision as of 15:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

το / ψεῡσμα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ψεύμα Ν, ψεῡμα ΜΑ
ψεύδος
νεοελλ.
φρ. α) «τέλειωσαν [ή σώθηκαν] τα ψέματα» — η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια
β) «ψέμα με ουρά»
i) χονδροειδές ψέμα
ii) πολλά και συνεχή ψέματα
γ) «με τα ψέματα» — με ασήμαντα μέσα ή προσόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψεῦσμα < ψεύδομαι (πρβλ. ψεύστης), ενώ οι τ. ψεύμα και ψέμα (πρβλ. ρεύμα: ρέμα) από αρχ. ψεῦσμα με αποβολή του -σ- (πρβλ. ψεύστης: ψεύτης)].