Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψάλσιμο: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ψάλλω]], το να ψάλλει [[κανείς]] θρησκευτικούς ύμνους<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[τρόπος]] εκτέλεσης αυτών τών ύμνων («το [[ψάλσιμο]] του παπά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συνεχής]] και επίμονη [[μεμψιμοιρία]], [[κλάψα]]<br />β) δριμεία [[επίπληξη]], αυστηρή [[παρατήρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σιμο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φέρ</i>-<i>σιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ψάλλω]], το να ψάλλει [[κανείς]] θρησκευτικούς ύμνους<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[τρόπος]] εκτέλεσης αυτών τών ύμνων («το [[ψάλσιμο]] του παπά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συνεχής]] και επίμονη [[μεμψιμοιρία]], [[κλάψα]]<br />β) δριμεία [[επίπληξη]], αυστηρή [[παρατήρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σιμο</i> ([[πρβλ]]. <i>φέρ</i>-<i>σιμο</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του ψάλλω, το να ψάλλει κανείς θρησκευτικούς ύμνους
2. συνεκδ. ο τρόπος εκτέλεσης αυτών τών ύμνων («το ψάλσιμο του παπά»)
3. μτφ. α) συνεχής και επίμονη μεμψιμοιρία, κλάψα
β) δριμεία επίπληξη, αυστηρή παρατήρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. φέρ-σιμο)].