αγάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἀγάλλομαι και ενεργ. [[ἀγάλλω]])<br />[[χαίρομαι]], ευφραίνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοξάζω]], [[εκθειάζω]], [[εξυμνώ]]<br /><b>2.</b> (και μέσ. με ενεργ. σημ.) [[τιμώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[στολίζω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[καυχώμαι]], [[κομπάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγαλός</i>, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το <i>ἀγα</i>-, [[ἄγαμαι]] ή το [[ἀγανός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀγαλλιῶ</i>, [[ἄγαλμα]].
|mltxt=(Α ἀγάλλομαι και ενεργ. [[ἀγάλλω]])<br />[[χαίρομαι]], ευφραίνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοξάζω]], [[εκθειάζω]], [[εξυμνώ]]<br /><b>2.</b> (και μέσ. με ενεργ. σημ.) [[τιμώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[στολίζω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[καυχώμαι]], [[κομπάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγαλός</i>, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το <i>ἀγα</i>-, [[ἄγαμαι]] ή το [[ἀγανός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀγαλλιῶ</i>, [[ἄγαλμα]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

(Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω)
χαίρομαι, ευφραίνομαι
αρχ.
1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ
2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον
3. στολίζω
4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα-, ἄγαμαι ή το ἀγανός.
ΠΑΡ. ἀγαλλιῶ, ἄγαλμα.