εξιλεώνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
(12)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξιλεῶ, -όω)<br />[[καταπραΰνω]], [[εξευμενίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> συγχωρούμαι για τα λάθη μου («πώς να εξιλεωθώ [[απέναντι]] σου;»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξαγνίζω]], [[καθαιρώ]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξιλεοῡμαι</i><br />[[παρακαλώ]], [[ικετεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[εξιλεούμαι]]].
|mltxt=(AM ἐξιλεῶ, -όω)<br />[[καταπραΰνω]], [[εξευμενίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> συγχωρούμαι για τα λάθη μου («πώς να εξιλεωθώ [[απέναντι]] σου;»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξαγνίζω]], [[καθαιρώ]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξιλεοῦμαι</i><br />[[παρακαλώ]], [[ικετεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[εξιλεούμαι]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐξιλεῶ, -όω)
καταπραΰνω, εξευμενίζω
νεοελλ.
παθ. συγχωρούμαι για τα λάθη μου («πώς να εξιλεωθώ απέναντι σου;»)
αρχ.-μσν.
1. εξαγνίζω, καθαιρώ
2. μέσ. ἐξιλεοῦμαι
παρακαλώ, ικετεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξιλεούμαι].