άγγιχτος: Difference between revisions
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> ανέγγιχτος, [[άψαυστος]]<br /><b>2.</b> [[ακέραιος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν τέθηκε [[ακόμη]] σε [[χρήση]], [[αχρησιμοποίητος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, [[εύθικτος]], [[ευέξαπτος]]<br />β) (για κοπέλες) αγνή, [[παρθένα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> ανέγγιχτος, [[άψαυστος]]<br /><b>2.</b> [[ακέραιος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν τέθηκε [[ακόμη]] σε [[χρήση]], [[αχρησιμοποίητος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, [[εύθικτος]], [[ευέξαπτος]]<br />β) (για κοπέλες) αγνή, [[παρθένα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> ’<i>γγίζω</i> ή <span style="color: red;"><</span> [[αγγίζω]], όπου η [[σημασία]] της στερήσεως δημιουργήθηκε από το αρκτικό <i>α</i>- και τον αναβιβασμό του τόνου]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ανέγγιχτος, άψαυστος
2. ακέραιος
3. αυτός που δεν τέθηκε ακόμη σε χρήση, αχρησιμοποίητος
4. μτφ. α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, εύθικτος, ευέξαπτος
β) (για κοπέλες) αγνή, παρθένα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + ’γγίζω ή < αγγίζω, όπου η σημασία της στερήσεως δημιουργήθηκε από το αρκτικό α- και τον αναβιβασμό του τόνου].