αγκίστρι: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀγκίστριον]])<br />αλιευτικό όργανο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[εργαλείο]] σε [[σχήμα]] αγκίστρου, [[γάντζος]], [[αρπάγη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πιάστηκε στ' [[αγκίστρι]]», έπεσε σε [[παγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (Α [[ἀγκίστριον]])<br />αλιευτικό όργανο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[εργαλείο]] σε [[σχήμα]] αγκίστρου, [[γάντζος]], [[αρπάγη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πιάστηκε στ' [[αγκίστρι]]», έπεσε σε [[παγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτγν. ουσ. [[ἀγκίστριον]], υποκορ. του ουσ. [[ἄγκιστρον]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (Α ἀγκίστριον)
αλιευτικό όργανο
νεοελλ.
1. κάθε εργαλείο σε σχήμα αγκίστρου, γάντζος, αρπάγη
2. φρ. «πιάστηκε στ' αγκίστρι», έπεσε σε παγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ουσ. ἀγκίστριον, υποκορ. του ουσ. ἄγκιστρον.