αβάπτιστος: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και -φτιστος, -η, -ο (AM [[ἀβάπτιστος]], -ον) [[βαπτίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει δεχτεί το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άπιστος]], [[ασεβής]], [[κυρίως]] για μωαμεθανούς<br /><b>2.</b> [[άδικος]], [[σκληρός]], [[κακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν βυθίστηκε ή δεν μπορεί να βυθιστεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει εμποτιστεί με [[υγρό]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀβάπτιστον</i><br />[[είδος]] ιατρικής τρυπάνης. | |mltxt=και -φτιστος, -η, -ο (AM [[ἀβάπτιστος]], -ον) [[βαπτίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει δεχτεί το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άπιστος]], [[ασεβής]], [[κυρίως]] για μωαμεθανούς<br /><b>2.</b> [[άδικος]], [[σκληρός]], [[κακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν βυθίστηκε ή δεν μπορεί να βυθιστεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει εμποτιστεί με [[υγρό]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀβάπτιστον</i><br />[[είδος]] ιατρικής τρυπάνης. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[unbaptized]]=== | |||
Finnish: kastamaton; Greek: [[αβάπτιστος]]; Ancient Greek: [[ἀβάπτιστος]]; German: [[ungetauft]], [[nicht getauft]]; Manx: neuvashtit; Romanian: nebotezat; Swedish: odöpt | |||
}} | }} |
Revision as of 13:29, 2 December 2022
Greek Monolingual
και -φτιστος, -η, -ο (AM ἀβάπτιστος, -ον) βαπτίζω
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δεν έχει δεχτεί το μυστήριο του βαπτίσματος
νεοελλ.
1. άπιστος, ασεβής, κυρίως για μωαμεθανούς
2. άδικος, σκληρός, κακός
αρχ.
1. αυτός που δεν βυθίστηκε ή δεν μπορεί να βυθιστεί
2. αυτός που δεν έχει εμποτιστεί με υγρό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀβάπτιστον
είδος ιατρικής τρυπάνης.
Translations
unbaptized
Finnish: kastamaton; Greek: αβάπτιστος; Ancient Greek: ἀβάπτιστος; German: ungetauft, nicht getauft; Manx: neuvashtit; Romanian: nebotezat; Swedish: odöpt