ἐπίσταλμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσταλμα]], τὸ (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐπιστάλματα</i><br />αυτοκρατορικές επιστολές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραγγελία]] («καὶ ἀγοράζειν αὐτὸν μὲν [[μηδέν]], ξένοις δέ ἐπιστάλματα εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας», <b>(Θεόφρ.)</b><br /><b>2.</b> [[αξίωμα]], το οποίο παρέχει δικαιοδοσίες σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταλμα</i> <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]], θ. <i>σταλ</i>- (<i>ε</i>-<i>στάλ</i>-<i>ην</i>)].
|mltxt=[[ἐπίσταλμα]], τὸ (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐπιστάλματα</i><br />αυτοκρατορικές επιστολές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραγγελία]] («καὶ ἀγοράζειν αὐτὸν μὲν [[μηδέν]], ξένοις δέ ἐπιστάλματα εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας», <b>(Θεόφρ.)</b><br /><b>2.</b> [[αξίωμα]], το οποίο παρέχει δικαιοδοσίες σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταλμα</i> <span style="color: red;"><</span> [[στέλλω]], θ. <i>σταλ</i>- (<i>ε</i>-<i>στάλ</i>-<i>ην</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσταλμα:''' -ατος, τό ([[ἐπιστέλλω]]), [[εντολή]], [[παραγγελία]], σε Θεόφρ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσταλμα Medium diacritics: ἐπίσταλμα Low diacritics: επίσταλμα Capitals: ΕΠΙΣΤΑΛΜΑ
Transliteration A: epístalma Transliteration B: epistalma Transliteration C: epistalma Beta Code: e)pi/stalma

English (LSJ)

ατος, τό, ἐπιστέλλω)

   A commission, Thphr.Char.5.8.    II. official communication or order, PFay.26.4 (ii A.D.), Wilcken Chr.42.3, 8 (iv A.D.), Cod.Just.7.37.3.1c: pl., of Imperial letters, Just. Nov.167.1.

German (Pape)

[Seite 982] τό, das Aufgetragene, der Befehl, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσταλμα: τό, (ἐπιστέλλω) παραγγελία, καὶ ἀγοράζειν αὐτῷ μὲν μηδέν, ξένοις δὲ ἐπιστάλματα (ἀποστέλλειν, Foss) εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας, κτλ., Θεόφρ. περὶ Μικροφιλοτ. (Χαρ. 7)· λέγεται ὅτι ἡ λέξις ἐπεχωρίαζεν Ἀλεξανδρεῦσιν, Sturz. Μακεδ. Διάλεκτ. σ. 72.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ordre, dépêche, commission.
Étymologie: ἐπιστέλλω.

Greek Monolingual

ἐπίσταλμα, τὸ (AM)
μσν.
στον πληθ. τὰ ἐπιστάλματα
αυτοκρατορικές επιστολές
αρχ.
1. παραγγελία («καὶ ἀγοράζειν αὐτὸν μὲν μηδέν, ξένοις δέ ἐπιστάλματα εἰς Βυζάντιον ἁλμάδας», (Θεόφρ.)
2. αξίωμα, το οποίο παρέχει δικαιοδοσίες σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σταλμα < στέλλω, θ. σταλ- (ε-στάλ-ην)].

Greek Monotonic

ἐπίσταλμα: -ατος, τό (ἐπιστέλλω), εντολή, παραγγελία, σε Θεόφρ.